Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

Τα πτερόεντα δώρα


Ξένος του κόσμου και της σαρκός, κατήλθε την παραμονήν από τα ύψη, συστείλας τας πτέρυγας, όπως τα κρύπτη θείος άγγελος.
Έφερε δώρα από τα άνω βασίλεια, δια να φιλεύση τους κατοίκους της πρωτευούσης. Ήτον ο καλός άγγελος της πόλεως.


 Εκράτει εις την χείρα εν άστρον και επί του στέρνου του έπαλλε ζωή και δύναμις και από το στόμα του εξήρχετο πνοή θείας γαλήνης. Τα τρία ταύτα δώρα ήθελε να μεταδώση εις όλους όσοι προθύμως τα δέχονται.
 Εισήλθεν εν πρώτοις εις εν αρχοντικόν μέγαρον. Είδεν εκεί το ψεύδος και την σεμνοτυφίαν, την ανίαν και το ανωφελές της ζωής, ζωγραφισμένα εις τα πρόσωπα του ανδρός και της γυναικός και ήκουσε τα δύο τεκνία να ψελλίζωσι λέξεις εις άγνωστον γλώσσαν. Ο Άγγελος επήρε τα τρία ουράνια δώρα του, και έφυγε τρέχων εκείθεν.
 Επήγεν εις την καλύβην πτωχού ανθρώπου. Ο ανήρ έλειπεν όλην την εσπέραν εις την ταβέρνα. Η γυνή επροσπάθει ν’ αποκοιμίση με ολίγον ξηρόν άρτον τα πέντε τέκνα, βλασφημούσα άμα την ώραν που είχεν υπανδρευθή. Τα μεσάνυχτα επέστρεψεν ο σύζυγός της· αυτή τον ύβρισε νευρική με φωνήν οξείαν, εκείνος την έδειρε με την ράβδον την οζώδη, και μετ’ ολίγον οι δύο επλάγιασαν  χωρίς να κάμουν την προσευχή των, και ήρχισαν να ροχαλίζουν με βαρείς τόνους. Έφυγεν εκείθεν ο Άγγελος.
 Ανέβη εις μέγα κτίριον πλουσίως φωτισμένον. Ήσαν εκεί πολλά δωμάτια με τραπέζας, κ’ επάνω των έκυπτον άνθρωποι μετρούντες αδιακόπως χρήματα, παίζοντες με χαρτία. Ωχροί και δυστυχείς, όλη η ψυχή των ήτο συγκεντρωμένη εις την ασχολία ταύτην. Ο Άγγελος εκάλυψε το πρόσωπον με τας πτέρυγας του δια να μη βλέπη κ’ έφυγε δρομαίος.
 Εις τον δρόμον συνήντησε πολλούς ανθρώπους, άλλους εξερχομένους από τα καπηλεία, οινοβαρείς, και άλλους κατερχομένους από τα χαρτοπαίγνια, μεθύοντας χειροτέραν μέθην. Τινάς είδε ν’ ασχημονούν, και τινάς ήκουσε να βλασφημούν τον Άι-Βασίλη ως πταίστην. Ο Άγγελος εκάλυψε με τας πτέρυγας τα ώτα, δια να μην ακούη, και αντιπαρήλθεν.
Υπέφωσκεν ήδη η πρωία της πρωτοχρονιάς, και ο Άγγελος δια να παρηγορηθή, εισήλθεν εις μίαν εκκλησίαν. Αμέσως πλησίον της θύρας είδεν ανθρώπους να μετρούν νομίσματα, μόνον πως δεν είχον παιγνιόχαρτα εις τα χείρας· και εις το βάθος, αντίκρυσεν ένα άνθρωπον χρυσοστόλιστον και μιτροφορούντα ως Μήδον σατράπην της εποχής του Σαρείου, ποιούντα διαφόρους ακκισμούς και επιτηδευμένας κινήσεις. Δεξιά και αριστερά άλλοι μερικοί έψαλλον με πεπλασμένας φωνάς: Τ ο ν  Δ ε σ π ό τ η ν  κ α ι  α ρ χ ι ε ρ έ α !
 Ο Άγγελος δεν εύρε παρηγορίαν. Επήρε τα πτερόεντα δώρα του – το άστρον το προωρισμένον να λάμπη εις τας συνειδήσεις, την αύραν, την ικανήν δια να δροσίζη τας ψυχάς, και την ζωήν, την πλασμένην δια να πάλλη εις τας καρδίας, ετάνυσε τας πτέρυγας, και επανήλθεν εις τας ουρανίας αψίδας.

                                                                                          



                                                                             Α. Παπαδιαμάντης
                                                                   εφ. Αλήθεια, 1 Ιαν. 1907

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

Η βρύση του πουλιού

Κάνε με αηδόνι Θεέ μου, πάρε μου όλες
τις λέξεις κι άφησέ μου τη φωτιά,
τη λαχτάρα, το πάθος, την αγάπη,
να τραγουδώ έτσι απλά, όπως τραγουδούσαν
οι γρύλοι μία φορά κι αντιλαλούσε
η Πλούμιτσα τη νύχτα. Όπως η βρύση
του Πουλιού μες στη φτέρη. Να γιομίζω
με το μουμούρισμά μου τη μεγάλη
κυψέλη τ᾿ ουρανού. Να θησαυρίζω
τα νερά των βροχών και τις ανταύγειες
απ᾿ το θαύμα του κόσμου. Να μ᾿ απλώνουν
τις φούχτες τους οι άνθρωποι κι ένας ένας
να προσπερνούν. Κι αδιάκοπα να ρέω
τη ζωή, την ελπίδα, τη λάμψη του ήλιου,
του ηλιογέρματος το γαρουφαλένιο
ψιχάλισμα στα όρη, τη χαρά,
τα χρώματα να ρέω του ουράνιου τόξου
και τη βροχούλα της αστροφεγγιάς.
Ω τι καλά πού ῾ναι σ᾿ αυτὸν τὸν κόσμο!

Του Νικηφόρου Βρεττάκου

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2011

Χριστός γεννάται...

Στάσου μια στιγμή! Μη βιάζεσαι! Γνωρίζω πως πρέπει να σκεφτείς πώς θα τα βγάλεις πέρα, πού θα  βρεις τα χρήματα για τους λογαριασμούς. Σε φοβίζει το μέλλον και σε απασχολούν τόσα προβλήματα που είναι σοβαρά και σε καταδυναστεύουν. Η θλίψη σε κρατά κλεισμένο στον εαυτό σου, κι ίσως νοιώθεις μόνος κι αβοήθητος, μα κοίτα, γεννιέται ένα μωρό.  Ξέρω, πως και το γεγονός της γέννησης, αν το μετρήσεις οικονομικά, σε αγχώνει. 
 Όμως, άσε για λίγο τα προβλήματά σου,  στάσου μια στιγμή να αφουγκραστείς αυτή την νέα γέννηση, ίσως σε αφορά, ίσως κάτι έχει να σου πει.


Ο Θεός διάλεξε να στείλει τον Υιό Του σε μια πολύ δύσκολη εποχή. Τα προβλήματα του Ανθρώπου ξεκίνησαν πριν ακόμη δει το φως του κόσμου. Η ετοιμόγεννη μάνα Του δεν μπόρεσε να βρει ούτε ένα  δωμάτιο να ξαποστάσει. Για δες, γεννήθηκε σε στάβλο, χωρίς καμία ιατρική κάλυψη, ανάμεσα σε  ζώα που Τον ζεσταίνανε με τα χνότα τους.  Κι αργότερα, κυνηγημένη η οικογένεια Του, έφυγε για να γλιτώσει την οργή του εξουσιομανή Ηρώδη. Η χώρα Του  ήταν υπό κατοχή και με άρχοντες πολύ σκληρούς και άδικους. Υπήρχαν δούλοι και οι γυναίκες ήταν μόνο για να γεννούν και να δουλεύουν. Τα πράγματα δεν ήταν καθόλου ρόδινα.  Ο Υιός του Ανθρώπου έζησε χωρίς να έχει τόπο να γείρει το κεφάλι Του.   Και μέσα σε αυτό το σκοτάδι έρχεται να μας πει πως, ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος. 
Σε εποχές, όπως αυτή που ζούμε, που φοβόμαστε ότι θα χάσουμε, ή χάσαμε, ό,τι έχουμε και δεν έχουμε, ονειρευτήκαμε  και προγραμματίσαμε τη ζωή μας να είναι κάπως, και, να που τώρα, οι συνθήκες αλλάζουν και νοιώθουμε προδομένοι, απογοητευμένοι και φοβισμένοι.
 Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, θα δεις πρόσωπα σκυθρωπά, αγέλαστα, με το βλέμμα θολό και μια αγωνία χαραγμένη, εκεί, ανάμεσα στα φρύδια.
Γεννιέται ο Χριστός χθες και σήμερα και αύριο και ως το τέλος του κόσμου για να φέρνει τα καλά νέα σε αυτούς που είναι ακόμη παιδιά. Σε αυτούς που μπορούν να κοντοσταθούν για λίγο και να μπουν στην φάτνη, και εκεί στα πόδια Του, να ακουμπήσουν το βάρος τους, την κούραση τους. Φέρνει την ελπίδα μιας νέας αρχής, μιας αναγέννησης, που θα μας οδηγήσει με την δική μας θέληση και προσπάθεια, με υπομονή και επιμονή, σε μια πορεία προς τη χαρά.   Να θυμίσει πως, τα αδύνατα παρ' ανθρώποις, δυνατά εστί παρά τω Θεώ, και να πάρει το φορτίο από την πλάτη μας. Να μας ξεκουράσει.  Γιατί καταλάβαμε πως η ζωή είναι δύσκολη και μας υπερβαίνει.
Γεννιέται η Αγάπη για να μας ελευθερώσει και να μας πάει ως τη θέωση. Μας καλεί να συμπορευθούμε ενδεδυμένοι το Φως Του. Να ζήσουμε αληθινά και να νικήσουμε τον θάνατο που φέρνει η γκρίνια, ο φόβος, η καχυποψία... Ας αφιερώσουμε λίγο χρόνο, η γαρ αύριον μεριμνήσει τα εαυτής· αρκετόν τη ημέρα η κακία αυτής για να μπορέσουμε να ψάλουμε, με την καρδιά μας στραμμένη εκεί, στην φάτνη, δοξολογώντας:
 Χριστός γεννάται, δοξάσατε· Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε· Χριστός επί γης, υψώθητε


Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

Ιστορίες του Γέροντος Κλεόπα

Μόλις διάβασα τις "Ιστορίες του Γέροντος Κλεόπα", που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άθως και απευθύνεται κυρίως, μα όχι μόνο, σε νέους. Με καθαρή και ζηλευτή σκέψη, αφηγείται ιστορίες Αγίων ανθρώπων που μας θυμίζουν ότι υπάρχει κι άλλος τρόπος να ζεις. Πάντα θαύμαζα αυτούς που μπορούν να παραμένουν φορείς της σοφίας και της αγάπης σε έναν κόσμο που η κακία βασιλεύει. Γιατί, Χριστιανός δεν είναι αυτός που ψάχνει να βρει παρηγοριά στην δυστυχία του, μα ούτε αυτός που τα έχει όλα και όμως νοιώθει ένα ανεξήγητο κενό. Εκπληρώνονται κι αυτά στον δρόμο του Χριστού, μέσα από έναν τρόπο ζωής που είναι όλος αγάπη κι έχει την δύναμη να σε κρατάει μακριά από την καθημερινότητα, κι ας είσαι μέσα σε αυτήν, να βιώνεις από εδώ τον παράδεισο με τρόπο υπέρλογο, αγωνιστής, λεβέντης, στον αγώνα τον καλό. Σήμερα, έτσι όπως ζούμε, είμαστε παράδειγμα προς αποφυγήν για τις μελλοντικές γενιές και το γιατί θα σας το πω ...
... Ότι μια φορά κι έναν καιρό, ο άνθρωπος, μετά από δύο τραγικούς παγκόσμιους πολέμους, κατάφερε να κάνει νέα αρχή και να φτάσει ίσαμε το φεγγάρι.

Το περπάτησε, το μελέτησε, όχι όμως και τον εαυτό του, που του ήταν τόσο οικείος και λίγος άλλωστε, μα και αδιάφορος μπροστά στις νέες δυνατότητες... Έκανε σπουδαίες και μεγάλες ανακαλύψεις, μα δεν μπόρεσε να γνωρίσει την οικογένειά του. Έκτισε σπουδαία και πολύ ψηλά κτίρια, γέφυρες και ωραία σπίτια που δεν προλάβαινε όμως να τα χαρεί. Και μετά από όλα αυτά, άρχισε να καμαρώνει υπερβολικά, πιστεύοντας πως εξουσίαζε πλέον όλη την πλάση, κι έτσι ανέβηκε στο ψηλότερο βουνό που λέγεται Αλαζονεία. Η Ευτυχία δεν ερχόταν στη ζωή του, δεν τον έβρισκε πουθενά, μιας και το 'χει συνήθειο, να περιφέρεται, συνήθως, στα χαμηλά... Μα ο άνθρωπος δεν κοίταζε εκεί κάτω και έτσι τα βλέμματα τους δεν συναντιόντουσαν. Ένοιωθε ισχυρός μα και σφιγμένος, γεμάτος φοβίες και άγχη. Άρχισε να πιστεύει πως τα ξέρει όλα, ενώ η θλίψη απλωνόταν μέσα του. Κι όλο έπεφτε με τα μούτρα στην απόκτηση κι άλλων πραγμάτων, κι όταν δεν ήξερε τι άλλο να αγοράσει, εφεύρισκε νέες ανάγκες, για να έχει κάτι να αποκτήσει.
 Η έπαρσή του πέρασε και στα παιδιά του. Γέμισε ο πλανήτης από σπουδαίους και πολύ σπουδαγμένους, μα με μωρία περισσή. Η πληροφόρηση ήταν άμεση και συνεχής, τόσο που τα κεφάλια τους άρχισαν να ξεχειλίζουν από την υπερβολική ενημέρωση. Άρχισαν πια να μην μπορούν να ξεχωρίσουν το καλό από το κακό και η συνείδησή τους θόλωνε όλο και πιο πολύ. Η κακία απλωνόταν παντού, ώσπου σκέπασε όλη την γη. Γενιές ολάκερες μεγάλωναν με πρότυπο την κακία και την ανοησία. Άφησαν τον εαυτό τους έρμαιο των ενστίκτων τους και της έλξης που ασκούσε πάνω τους το χρήμα, και όλο αυτό, το ονόμασαν ελευθερία.   
 Κακόμοιρα ανθρωπάκια που χειροκροτούσαν την κατάπτωση και το ανήθικο παριστάνοντας τους μοντέρνους. Τα παιδιά τους μεγάλωναν, παγιδευμένα μπροστά στο τηλεκουτί που, ενώ τα καθήλωνε, τους δημιουργούσε τη ψευδαίσθηση της δράσης. Άρχισαν κι αυτά να γίνονται όλο και πιο ανικανοποίητα, όλο και πιο μόνα, με δεκάδες φίλους σε δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης και ατέλειωτα παιχνίδια πολέμου. Όλα ήταν ψεύτικα, φανταστικά. Χωρίς ήρωες και ιδανικά, κλεισμένα σε διαμερίσματα-κλουβιά, χωρίς ουρανό, χωρίς ήλιο, θύμωναν που τους στερούσαν τη ζωή. Οι παροιμίες και οι σοφές ιστορίες που είχαν διδακτικό περιεχόμενο ξεχάστηκαν. Οι παππούδες κι οι γιαγιάδες που κάποτε τους διάβαζαν παραμύθια και τους διηγιόντουσαν ιστορίες με νόημα, χάθηκαν. Αντικαταστάθηκαν από μοντέρνους γέρους που νεάνιζαν και σοφία τους έγινε η ατάκα, οι δήθεν εξυπνάδες που παπαγάλιζαν από τους τηλεοπτικούς αστέρες. Οι διηγήσεις είχαν μόνο να πουν για τις κλοπές, τις απάτες, τις "κονόμες" και τις γκρίνιες τους, που μείνανε με λιγότερα από ότι ονειρευτήκανε. Και το σκοτάδι πύκνωνε όλο και πιο πολύ και η θλίψη γινόταν δυσβάσταχτος πόνος.
 Και δεν ζήσανε αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα... γιατί, ενώ κανείς δεν αμφισβητούσε ότι υπάρχει ο πόνος κι ας μην είναι ορατός, την ύπαρξη της ψυχής, την αμφισβητούν, αφού δεν την βλέπουν, όπως παρατηρεί ο Γέροντας Κλεόπας.

 Είμαστε πλάι στην πηγή με το καθάριο νερό κι εμείς επιμένουμε να στρεφόμαστε σε έλη για να ξεδιψάσουμε. Διώξαμε τον Θεό από την ζωή μας και από τις ζωές των παιδιών μας, λες και βρήκαμε κάτι καλύτερο να βάλουμε στη θέση Του... Τίποτα δεν βρήκαμε, παρά μόνο μια πρωτόγονη αίσθηση της ζωής. Τρώω, πίνω, βλέπω και θεάματα, στην καλύτερη των περιπτώσεων "ψαγμένα", και προχωρώ παραπατώντας. Βιβλία, σαν αυτό του Γέροντα Κλεόπα, ανοίγουν μια σχισμή για να περάσει λίγο φως στις κουρασμένες ψυχές μας, για να μας δείξει ότι η ζωή μπορεί να έχει απλότητα και καλοσύνη, μα, μόνο όταν εμείς θελήσουμε να κοπιάσουμε και να δώσουμε την προσοχή που μας αξίζει... 

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011

Η ευσπλαχνία που νίκησε τον θάνατο

O θάνατος είναι το πιο σκληρό κι αναπόφευκτο γεγονός της ζωής μας. Ο Επίκουρος έλεγε πως δεν πρέπει να φοβόμαστε το θάνατο, γιατί «όσο ζει ένας άνθρωπος, ο θάνατος δεν υπάρχει και, όταν υπάρχει ο θάνατος, ο άνθρωπος αυτός δεν ζει πια». Όμως δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τον θάνατο και την φθορά. Θέλουμε να τον αποφύγουμε, όπως και τον πόνο, την στεναχώρια, τις αρρώστιες. Θέλουμε να πιστεύουμε πως ο κόσμος της επάρκειας και της ανεμπόδιστης ζωής κρύβει την παρουσία του Θεού, εκεί που ο πόνος δεν έχει θέση στη ζωή μας, εκεί νοιώθουμε προστατευόμενοι Του. Και πιστεύουμε πως μόνο όταν όλα πηγαίνουν καλά, είμαστε καλά. Ζούμε με την λήθη στην ευημερία κι αφηνόμαστε σε έναν ψευδοπαράδεισο, όπου υπερπερισσεύει το σκοτάδι, μετατρέποντας σε κενοτάφιο την ψυχή μας...
Το τέλος της ζωής μας φέρνει απέραντη θλίψη και πόνο, ιδίως όταν αυτό συμβαίνει στους δικούς μας ανθρώπους. Ακόμη κι ο Χριστός δάκρυσε για το θάνατο του φίλου του Λαζάρου. Όμως θαρρώ πως μπορούμε να αντιμετωπίσουμε, αφού πρώτα ψηλαφίσουμε και ορίσουμε, έναν άλλο θάνατο, που βιώνουμε καθημερινά. Το σκοτάδι που βιώνουμε, όταν σε στιγμές απελπισίας έρχονται μαύρα πουλιά στον ουρανό της ψυχής μας και κλυδωνίζονται τα θεμέλια της πίστης μας. Τότε νοιώθουμε πως όλα καταρρέουν, τα πάντα χάνονται κι ο κόσμος μας γίνεται ανέλπιδος.
Τον ζούμε όταν θυμώνουμε με κάποιον και μεταμορφωνόμαστε σε θηρία, έτοιμα να τον καταβροχθίσουμε, όταν γινόμαστε τόσο κοντόφθαλμοι που δεν βλέπουμε κανέναν και τίποτα πέρα από μας, όταν θαρρούμε πως μόνο εμείς γνωρίζουμε το σωστό και γινόμαστε κριτές των άλλων, μοναχικοί βασιλιάδες σε σάπιο θρόνο. Όταν, αντί να ειρηνεύουμε τους αντίπαλους σε μία διαμάχη, παίρνουμε το μέρος του ενός ή, ακόμα χειρότερα, σπέρνουμε περισσότερα ζιζάνια, δημιουργώντας μεγαλύτερη ταραχή, πρώτα απ' όλα στον ίδιο μας τον εαυτό. Όταν η σκληροκαρδία μας δεν μας αφήνει να συμπονέσουμε τον διπλανό μας, όταν η επιθυμία μας κολλάει σε αυτά που δεν έχουμε και τυφλωνόμαστε για αυτά που έχουμε ή, καλύτερα, για αυτό που είμαστε, τότε είμαστε νεκροί. Όταν η ζωή μας είναι σκοτεινή και η ανάγκη για την αλλαγή μας δεν μπαίνει στην προσευχή μας ως ικεσία, αλλά επιμένουμε στην αχαριστία «πάντων ένεκεν»...
Κι ενώ θα έπρεπε το γεγονός του θανάτου να μας δίνει δύναμη για να ζήσουμε την κάθε στιγμή σαν μοναδική κι ανεκτίμητα πολύτιμη, εμείς ζούμε σαν κομπάρσοι μίας κακοπαιγμένης ταινίας, με πρωταγωνιστές την κακογουστιά και τη μιζέρια. Κυνηγάμε όνειρα μέσα στο σκοτάδι και χάνουμε κάθε ευκαιρία να σταυρώσουμε τα πάθη μας, να ανακαινίσουμε την ψυχή μας και να την μετατρέψουμε σε καινοτάφιο. Ένα καινοτάφιο που θα δώσει τον χώρο να ζήσει μέσα μας ο Χριστός, που ήρθε για να νικήσει τη φθορά από απέραντη αγάπη σε μας και νίκησε Αυτός για τον καθένα μας τον θάνατο. Ήρθε από απέραντη ευσπλαχνία, όπως λέει κι ο ποιητής1: 
«Εν' άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα.
Χτύπησα την πόρτα και μπήκα. Μου έδειξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό.
«Είδες, μου λέει, γεννήθηκε η ευσπλαχνία». Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ, γιατί θα περνούσαν αιώνες και αιώνες και δε θα 'χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ' αυτό».


Και περιμένει στην πόρτα της καρδιάς μία κίνηση δική μας για να μπει και να μας αγκαλιάσει, μα εμείς ξεχνιόμαστε σε αγκαλιές εφήμερες, βιώνοντας καθημερινά τον θάνατο που μας χωρίζει από τον εαυτό μας, από τους άλλους, από την ίδια την πηγή της ζωής.
Μία νέα εποχή ανέτειλε από τον Νέο Αδάμ, που όταν την γευτεί η ψυχή, μεταμορφώνεται από φυλακή απομόνωσης και καχυποψίας σε κήπο ολάνθιστο, σε αληθινή ζωή όπου με την χάρη Του θα επιστρέψουμε, όπως ο Άσωτος Υιός, στην περιχώρηση, στην ενότητα, στην λεβέντικη ταπείνωση, για να ζήσουμε από εδώ την παραδείσια ζωή κι ας είναι δύσκολη, κι ας είναι σταυρική η πορεία της καθημερινότητας μας.
Γιατί όσο πιο πολύ γνωριζόμαστε από τον Κύριο, τόσο πιο πολύ Τον αφήνουμε, Τον δεχόμαστε να μας αγαπά και Τον αγαπούμε και η αγάπη αυτή μας πλημμυρίζει και αγαπάμε και τον πλησίον, όπως ο ερωτευμένος που νοιώθει να αγαπάει όλο τον κόσμο. Μόνο που ο έρωτας για τον Χριστό είναι σταυρικός έρωτας, μία τιτάνια μάχη για να σταυρώνουμε τις επιθυμίες μας που θέλουμε να μοιάζουν με τις επιθυμίες Του, το θέλημα μας να γίνεται το θέλημα Του, κι ο Λόγος Του καθημερινή μας παιδαγωγία. Μόνο έτσι, με τη Χάρη του Κυρίου, το φορτίο γίνεται ελαφρύ κι η ανάσταση μας πραγματικότητα!

1 Τάσος Λειβαδίτης, Η γέννηση (1983), από την συλλογή «Ο αδελφός Ιησούς».

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011

Ο Πρόλογος της Αχρίδος

Μπήκε κι ο Δεκέμβρης, φτάσαμε πλέον στην καρδιά του χειμώνα.
Πάντα τέτοια εποχή, η μητέρα μου έψαχνε να βρει κάποιο ημερολόγιο, μικρό, τοίχου. Μου άρεσαν αυτά που επέλεγε γιατί το κάθε χαρτάκι στο πίσω του μέρος είχε παροιμίες ή γνωμικά. Η χαρά μου ήταν μεγάλη όταν ξυπνούσα το πρωί κι αφαιρούσα την προηγούμενη μέρα. Γιατί, ενώ είχα διαβάσει ποιοι άγιοι γιόρταζαν, ανυπομονούσα να διαβάσω και την μικρή σοφία που έκρυβε από πίσω. Μου άρεσε να έχω στο μυαλό μου κάτι, έτσι, για να "πιαστώ", να στοχαστώ.
Φέτος, συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση, ανακάλυψα ένα ημερολόγιο πολύ διαφορετικό. Σε μια εποχή που οι άνθρωποι είναι μέσα στην κατήφεια, την θλίψη και τον φόβο, αυτό το ημερολόγιο λειτουργεί σαν ημεροδείκτης σοφίας σε έναν κόσμο που παραλογίζεται.
Αν και είναι ο μήνας της γιορτής τής ενανθρωπήσεως του Θεανθρώπου και γιορτάζεται σχεδόν παντού, ελάχιστοι πλέον την πιστεύουν. Κι ενώ χάθηκε ο Θεός και οι άγιοι, όχι βέβαια από την εκκλησία, μα από την ζωή των περισσοτέρων ανθρώπων, συνεχίζουμε να γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα με ασαφές περιεχόμενο.
Εμπνευστήκαμε γιορτές όπως την ημέρα ύπνου, του καταναλωτή, της μητρικής  γλώσσας, της τηλεόρασης, ακόμη και την ημέρα των βουνών...! Γιορτές χωρίς νόημα κι ουσία, όπως κι οι ζωές μας.
Όμως, μέσα σε αυτό το Πνευματικό Ημερολόγιο, που κυκλοφορεί σε δώδεκα τόμους από τις εκδόσεις Άθως, θα βρούμε βίους αγίων, ύμνους, στοχασμούς και ομιλίες του αγίου Νικόλαου Βελιμίροβιτς.


Είναι όλοι αυτοί που ερωτεύτηκαν τον Κύριο κι η ζωή τους συγκλονίστηκε με τέτοιο τρόπο που όπως αναφέρει κι ο άγιος Νικόλαος: "Θα έδινα όλη τη ζωή που μου απομένει με μία ώρα στο Νταχάου, γιατί εκεί είδα πρόσωπο με πρόσωπο το Θεό ".
Ένας λόγος που μας φέρνει σαρκωμένα τα Καλά Νέα, για να αντέξουμε τον βομβαρδισμό των ΜΜΕ, που το μόνο που μας προσφέρουν είναι τα κακά νέα που κάνουν πιο βαθύ το σκοτάδι.
Ερωτήματα όπως "Μήπως γύρισε ποτέ κανείς από τον άλλο κόσμο να μας διηγηθεί γι' αυτόν;" βρίσκουν απαντήσεις, αλλά και προτροπές όπως: "Το να είσαι δίκαιος ανάμεσα στους δικαίους είναι ένα μεγάλο και αξιέπαινο έργο, αλλά ακόμη πιο μεγάλο και αξιέπαινο είναι το να είσαι δίκαιος ανάμεσα στους αδίκους."
Κάθε ημέρα κρύβει ένα θησαυρό μνήμης μιας άλλης προοπτικής και ένα παράθυρο στο φως, που τόσο το έχουμε ανάγκη. Ένα ιστορικό παρελθόν που μπορεί να είναι μια αρχή, ένας Πρόλογος, για την πορεία της δικής μας ζωής, εάν και εφόσον το θελήσουμε.

Αφιερωμένο στην μνήμη της μητέρας μου.

Πηγή Εκδόσεις Άθως:

http://www.stamoulis.gr/ViewShopCategoryMisc2.aspx?Id=1584