Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2012

Αδύναμο φως;

Μια ανεκπλήρωτη ζωή που πορεύεται σε άγονη γραμμή. Παλεύοντας με τα τεράστια κύματα της καθημερινότητας, για να μπορέσει να φτάσει, κάποια στιγμή, στην πολυπόθητη πατρίδα.
Μόνος, ακόμη και με παρέα, γιατί είναι αποκλειστικά μοναχικός ο δρόμος του γυρισμού, ο δρόμος του επαναπατρισμού. 


Μια μικρή φωτίτσα ελπίδας λιγοψυχά, κάπου στο βάθος, μα πολλές φορές δεν μπορείς να τις δώσεις τη  σημασία που της αξίζει. Είναι οι στιγμές, που νιώθεις, πως τώρα στη ζωή μου, γίνονται μεγάλα και τρανά και πως δεν υπάρχει χώρος να ασχολούμαστε με τις αδύναμες ελπίδες. Μα η φλόγα της παραμένει εκεί, σαν ένας φάρος, που η δύναμή της δεν είναι στην λάμψη, μα στο ξαστέρωμα του σκοταδιού. Σιγά - σιγά η άκρη του μυαλού μου πιάνεται, άθελα, και μένει να το κοιτά ελκόμενο από τη δύναμη που έχει το φως στο σκοτάδι.  Μα και πάλι, έρχεται η  απελπισία και πέφτει σα δίχτυ επάνω μου, τότε και η έξοδος κινδύνου δεν φαίνεται πουθενά και το τέλος μοιάζει αναπόφευκτο.  Δύσκολη η ζωή και η καθημερινότητα τραβά την ανηφόρα, μέρα τη μέρα. Αγκομαχητά βγαίνουν στην επιφάνεια από τα βάθη της ψυχής στην προσπάθεια, να ανέβω, άλλο ένα σκαλί. Μα κοίτα που με το δειλό της σκόρπισμα του σκοταδιού, αυτή η μικρή φλόγα, άρχισε να μαλακώνει την αγριάδα, να διώχνει το φόβο, να χωράει όλο το δωμάτιο στην αγκαλιά του... Μα πόση δύναμη έχει αυτό το αδύναμο φως;



Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2012

Ὁ Ἥλιος καὶ ὁ Ἀέρας

Ὁ Ἀέρας θύμωσε,
μὲ τὸν Ἥλιο μάλωσε.
Ὁ Ἀέρας ἔλεγε:
– Εἶμαι δυνατότερος!
Καὶ ὁ Ἥλιος ἔλεγε:
– Σὲ περνῶ στὴ δύναμη!
Ἕνας γέρος γεωργὸς
μὲ τὴ μαύρη κάπα του
στὸ χωράφι πήγαινε.
Ὁ Ἀέρας λάλησε:
– Ὅποιος ἔχει δύναμη
παίρνει ἀπὸ τὸν γέροντα
τὴ χονδρὴ τὴν κάπα του!
Φύσησε, ξεφύσησεν,
ἔσκασε στὸ φύσημα,
ἄδικος ὁ κόπος του.
Κρύωσεν ὁ γέροντας
καὶ διπλὰ τυλίχθηκε
στὴ χονδρὴ τὴν κάπα του.
Μὰ κι ὁ Ἥλιος λάλησε:
– Ὅποιος ἔχει δύναμη
παίρνει ἀπὸ τὸ γέροντα
τὴ χονδρὴ τὴν κάπα του!
Ἔφεξεν ὁλόλαμπρος,
καλοσύνη σκόρπισε,
κι ἔβγαλεν ὁ γέροντας
τὴ χονδρὴ τὴν κάπα του.
Πάλι ξαναλάλησε:
– Ἄκουσε καὶ μάθε το,
σὲ περνῶ στὴ δύναμη,
γιατὶ πᾶς μὲ τὸ κακὸ
κι ἐγὼ πάω μὲ τὸ καλό!


Του Γεωργίου Δροσίνη

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2012

Μικρά θαύματα

 Ένα λουλούδι που μας κοιτάει τρυφερά 
γλυκομιλώντας μας, 
ένα πουλί που δεν σταματάει να δοξολογεί τον ήλιο που φεύγει κι αφήνει στο κατόπι του ένα πολύχρωμο κήπο, 
μια πεταλούδα που μεταφέρει την γέννηση σε όλη την πλάση, 
η βροχή που έρχεται από την ικεσία της ξερής γης που ξεδιψασμένη πλέον αφήνει τις μυρωδιές της να ανέβουν σαν θυμίαμα προς τον ουρανό… 
Μικρές ανάσες, μικρές αγάπες, μικρά θαύματα, πόσο Μέγας είσαι Κύριε…

Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2012

Ο δυνατός άνθρωπος ζητά "εκδίκηση" με τη μορφή αποκατάστασης της δικαιοσύνης.

Πάει ο παλιός ο χρόνος και οι ελπίδες μας για το νέο έτος μόνο αισιόδοξες δεν είναι. Καθημερινά κυριαρχούν ο φόβος για το αύριο, ο θυμός για τα ανεκπλήρωτα, η απογοήτευση μπροστά στο αδιέξοδο και η αβεβαιότητα που μας συνθλίβει. Η ανησυχία φουσκώνει σαν τσουνάμι στις καρδιές μας και πνίγει ότι καλό προσπαθεί να ανθίσει.
 Η αδικία μας πληγώνει βαθιά και θέλουμε να αποδοθεί επιτέλους η δικαιοσύνη. Οι πολιτικοί μας δεν στάθηκαν στο ύψος των απαιτήσεων, και από την άλλη οι νόμοι δεν κατάφεραν να κρατήσουν τον ηθικό ιστό της κοινωνίας ακέραιο.
 Ίσως είμαστε από αυτούς που νοιώθουμε πως δεν φταίμε για αυτά που έχουν συμβεί. Κάποιοι όντως κάναμε ό, τι καλύτερο μπορούσαμε στον μικρόκοσμό μας, στην δουλειά μας, στην οικογένειά μας. Γιατί να πληρώνουμε την απληστία, την αλαζονεία και την κακή διαχείριση αυτών που μας κυβερνούν; Γιατί τα παιδιά μας να βρίσκονται αντιμέτωπα με ένα ανύπαρκτο μέλλον; Γιατί η ζωή μας να έχει τόσες ανατροπές για τις οποίες δεν έχω καμία ευθύνη εγώ;  Μας πνίγει το δίκιο μας. Η ζωή μας μοιάζει να οδεύει σε αδιέξοδο. Ο πόνος μας στιγμές-στιγμές δεν αντέχετε. Θέλουμε αυτά που χάσαμε, θέλουμε την σιγουριά της αυριανής μας ημέρας.
 Αξίες όπως η υγεία μας και οι άνθρωποι που αγαπάμε, τις θεωρούμε δεδομένες, αν, κι εφόσον τις έχουμε. Η αρρώστια του δεδομένου πνίγει τη ζωή μας πριν την οικονομική κατάρρευση. Ο φόβος πνίγει την αλήθεια πίσω από τη ψευδαίσθηση της αιωνιότητας.  Κι η ζωή μας στενεύει, ο χώρος μας μοιάζει τόσο καταθλιπτικός, τόσο σκοτεινός.
 «Ο δυνατός άνθρωπος ζητά "εκδίκηση" με τη μορφή αποκατάστασης της δικαιοσύνης»(1). Πώς ζητώ εκδίκηση ώστε να αποκατασταθεί η δικαιοσύνη. Ποιά είναι η δικαιοσύνη; Πώς θα αποκατασταθεί και από ποιον;  Είμαστε σε θέση να την ορίσουμε; Μπορεί η δικαιοσύνη να πορευθεί μακριά από την συμπόνια;
 Ζούμε στον ίδιο πλανήτη όλο το ανθρώπινο γένος και παρόλα αυτά κάνουμε σαν να ζούμε μόνοι μας. Κοιτάμε μόνο τον μικρόκοσμό μας χωρίς να δίνουμε δεκάρα για τους άλλους. Τα προηγούμενα χρόνια όταν βλέπαμε κάποιον να κακοπερνάει σκεφτόμασταν πως δεν πρόσεξε αρκετά, ή πως εγώ δεν πρόκειται ποτέ να ξεπέσω έτσι.
 Όταν κάποιος είχε μια κακοτυχία, φτύναμε στον κόρφο μας κρυφά, ή σκεφτόμασταν χαιρέκακα πως δεν πρόσεξε όσο εγώ! Όταν ακούγαμε για μίζες και χοντρές μάσες αδιαφορούσαμε ή κρυφοζηλεύαμε ακούγοντας τα τεράστια ποσά. Όσο για τις θέσεις στο δημόσιο κάναμε ό, τι μπορούσαμε για να βολευτούμε κι εμείς στις ήδη υπερκορεσμένες θέσεις.

 Άλλωστε πιστέψαμε πως το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό και νοιώσαμε κι έξυπνοι με την συνειδητοποίηση αυτή! Ποια η διαφορά μας από το ζωικό βασίλειο; Γιατί αν δεν έχουμε καμία διαφορά, τότε είμαστε το χειρότερο είδος του ζωικού βασιλείου, επειδή, όχι απλά ζούμε με τα ένστικτα μας, αλλά, καταστρέφουμε και τον πλανήτη μας, πράγμα που κανένα ζώο δεν κάνει!
 Εμείς για να βρούμε την δικαιοσύνη και να μπορέσουμε να την αποκαταστήσουμε θα πρέπει πρώτα να βρούμε την ανθρώπινη υπόσταση μας...
 Ξεχάσαμε να είμαστε άνθρωποι και γίναμε απάνθρωποι. Έχουμε ανύπαρκτη παιδεία, χαμηλού επιπέδου κουλτούρα. Έχουμε ευθύνη για όλα αυτά ή δεν έχουμε; Ποιός άφησε τα σχολεία να υπολειτουργούν; Ποιός κάθεται και βλέπει τηλεόραση με τις ώρες χαζεύοντας όλα τα σκουπίδια που μας πετούν; Είτε αδιαφορούμε είτε βολευόμαστε! 
 Σπατάλαμε τον χρόνο μας άσκοπα και ενώ είμαστε κοντά σε ανθρώπους, δεν τους γνωρίζουμε καθόλου. Είτε στη δουλειά, είτε στις παρέες μας και πολύ περισσότερο στην οικογένεια μας. Λες κι είμαστε τυφλοί και μόνο με την αφή νοιώθουμε πως υπάρχουν οι άλλοι δίπλα μας. Τις ανάγκες τους, τις επιθυμίες τους, τις κουβέντες τους δεν τις ακούμε παρά μόνο μεταφρασμένες μέσα από τη δική μας λογική. Μόνοι προχωράμε στη ζωή σπρώχνοντας τους άλλους για να μας κάνουν χώρο κι έτσι να μπορέσουμε να συνεχίσουμε στον, απόλυτα ασφαλή, δικό μας κόσμο. Διψάμε να μας ακούσουν, να μας αγκαλιάσουν και να μας νοιαστούν... πάντα πρώτα οι άλλοι και χωρίς ποτέ να είμαστε ευχαριστημένοι με αυτά που πιθανώς κάνουν για μας.
 Αν ζω, προσπαθώντας να γίνω μεγάλο ψάρι, καταστρέφω τη ζωή μου, την καθημερινότητα μου και ζω πάντα με το φόβο ενός μεγαλύτερου ψαριού που θα με κατασπαράξει.
 Αν δεν καταλάβω, πως ζώντας με τα ένστικτα, μου στερώ την πραγματική ζωή, αυτή που μου αξίζει. Αν ζω λατρεύοντας για θεό μου το χρήμα και υπηρετώ μόνο ότι έχει να κάνει με αυτή την αξία, τότε δεν έχω τα σωστά κριτήρια για τη δικαιοσύνη. Γιατί η δικαιοσύνη που έχει τέτοιες αξίες με καταδικάζει σε μια λίθινη εποχή που ίσχυε το δίκαιο του δυνατού.
 Η αδικία που νοιώθω, θα έπρεπε να είναι γιατί άφησα τη ζωή μου να πάει τόσο λάθος, γιατί δεν αγκάλιασα αυτούς που αγαπώ, γιατί μίλησα τόσο απότομα στον πελάτη, γιατί βιάστηκα να πιάσω θέση στο τρόλεϊ ενώ κάποιος άλλος την είχε ανάγκη, γιατί χαράμισα ώρες στο χαζοκούτι κι όχι σε ένα βιβλίο, γιατί πέρασε άλλος ένας χρόνος χωρίς χαρά, σε μια ζωή που δε θα ξαναζήσω! Και είναι η μόνη αδικία που θα έπρεπε να με στεναχωρεί και να με συνθλίβει, τόσο, ώστε να αλλάξω όλη μου τη ζωή. Και τότε, όπως η πέτρα που πέφτει, με τέτοιο τρόπο στο νερό, ώστε να ανοίξει κύκλους που θα φτάσουν στην ακτή, έτσι, ίσως, κι η δική μου προσπάθεια να δώσει την κίνηση  της αλλαγής στον τόπο που ζούμε. Και η μορφή της εκδίκησης να είναι η τιμωρία του κακού μέσα μας ώστε να μπορέσει να αποκατασταθεί και η δικαιοσύνη στην κοινωνία μας.  Όμως αυτό  μπορεί να γίνει από πραγματικά δυνατούς ανθρώπους. Γιατί ο αδύναμος θα συνεχίσει να βράζει στο ζουμί του και το μίσος του θα τον οδηγεί να καταστρέψει και να λεηλατήσει την κοινωνία που δεν αλλάζει για να τον παρασύρει σε μια καλύτερη ζωή μιας κι ο ίδιος δεν μπορεί να το κάνει.
(1) Από μια ομιλία του αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς στο Πνευματικό Ημερολόγιο: "Ο Πρόλογος της Αχρίδος" στον τόμο του Ιανουαρίου.


Πηγή Εκδόσεις Άθως:
http://www.stamoulis.gr/ViewShopCategoryMisc2.aspx?Id=1584