Παρασκευή 25 Μαΐου 2012

Η χαρά της ζωής είναι εδώ!

Κοίτα πόση ευλογία μας έχει δώσει απλόχερα ο Θεός! Ένας  καταγάλανος ουρανός που προστατευτικά μας σκεπάζει, οι πασχαλιές, που στο δείλι του ήλιου, αφήνουν αρώματα να γεμίσει ο τόπος, τα γιασεμιά που βγάνουν τα πρώτα τους ανθάκια, τα πουλιά που δοξολογούν τον Πλάστη της τόσο όμορφης αυτής πλάσης! Η φύση όλη χαίρεται, χαρά μεγάλη που ξεχειλίζει! Κι εμείς περπατούμε πάνω της, δίπλα της χωρίς να την προσέχουμε, χωρίς να μπορούμε να συμμεριστούμε όλο αυτό το χαρμόσυνο πανηγύρι!


Σκύβουμε το κεφάλι και αρνούμαστε την ομορφιά, αρνούμαστε την χαρά και με περίσσια προσοχή κι επιμονή επιμελούμαστε τις ασχήμιες μας, διαιωνίζοντας ό,τι πιο κακό υπάρχει. Αφήνουμε το φόβο να φωλιάσει στις ψυχές μας.
Μα να, έχουμε πλαστεί για να μας υπηρετεί η φύση όλη, και εμείς πεισματικά αρνούμαστε αυτή την διακονία και διώχνουμε μακριά μας την ομορφιά... Δυστυχείς άνθρωποι  που αγνώμονες παραμένουμε και με μανία απομακρυνόμαστε όλο και πιο πολύ από την πηγή της ζωής. Σαν τυφλοί περπατούμε στις τόσες ομορφιές, σαν άρρωστοι, που δεν μπορούν να γευτούν την ζωή από ανημπόρια.
Τόσος πόνος γιατί; τόσο δάκρυ γιατί; Η ζωή μας, άμμος που γλιστρά μες από το χέρι μας κι αδυνατούμε να σταματήσουμε μια στιγμή για να την δούμε. Κι ενώ η χαρά είναι εδώ, εμείς επιλέγουμε την απελπισία, το φθηνό χιούμορ, την μιζέρια! Και εκείνη, στολισμένη νύφη, μας καλεί και υπομονετικά μας περιμένει! Το μόνο που μας ζητά είναι να ανοίξουμε τα μάτια μας και να την δούμε!

Κυριακή 13 Μαΐου 2012

Δώρα του ουρανού


Στο κελάρι της ψυχής, αγαθά πλημμύρισαν
 τα χοϊκά κιούπια, δώρα του ουρανού, αντίδωρα φερμένα.
Τρυπώνει ο ήλιος μεθυσμένος, με της Υπομονής το κρασί.
Στης ηλιαχτίδας τη γραμμή, η Ελπίδα, πεταλούδας απαλό πέταγμα, χρώματα απλώνει.

Τρίτη 8 Μαΐου 2012

Ανώφελος πειρασμός

Η Μαρία έψαχνε και πάλι να βρει μεροκάματο. Μόλις που μπόρεσε να πληρώσει την μετακόμιση και τώρα για το νοίκι δεν είχε, όπως δεν είχε και τίποτα για να δώσει στα παιδιά να φάνε… Προσπάθησε, όπως και στο παρελθόν, να ζητήσει βοήθεια από  γνωστούς. Μα, λες και δεν την άκουγαν. Βασανιζόταν για καιρό και πίστευε πως αυτή έφταιγε, πως αυτή δεν το έλεγε με τον σωστό τρόπο, ως τη στιγμή που χρειάστηκε και πάλι βοήθεια:
 -Μα καλή μου, κι εσύ, γιατί δεν το λες τόσον καιρό; Τώρα κατάλαβα πόσο δύσκολα περνάς! Νόμιζα, έτσι ήσυχα που το έλεγες, πως δεν ήταν και τόσο σοβαρά τα πράγματα!
-Αφού έλεγα πως πείναγα, πως δυσκολεύομαι, πως δεν έχω χρήματα…τι άλλο θα μπορούσα να πω;
-Δεν το είχα καταλάβει…
Και μετά, που το κατάλαβε, η ζωή συνεχίστηκε! Σαν να μην ειπώθηκαν ποτέ αυτά τα λόγια!
Φαίνεται, πως οι άνθρωποι ξεχνούν εύκολα όσα δεν αγγίζουν την δική τους τη ζωή. Κυκλοφορούν τυφλοί και κουφοί. Δεν υπάρχει χώρος στη ζωή τους για κανέναν άλλον. Και αν κάτι αντιληφθούν αναδύεται μέσα τους η άμυνα:
-Ας πρόσεχε…! Ποιος φταίει; Έτσι όπως έστρωσε, να κοιμηθεί!
Σκέψεις που κρύβουν βαθιά αλαζονεία και περηφάνια. Τυλίγονται με την αίσθηση της ανωτερότητας που τους βοηθάει να κρατούν την απαραίτητη απόσταση από τους άλλους γιατί δεν μπορούν, δεν θέλουν να τους σηκώσουν και να νοιαστούν.
Πού να στραφεί λοιπόν η πτωχή και τίμια χήρα με τις ανυπέρβλητες δυσκολίες στη ζωή της; Σε ποιον να προστρέξει για να βρει βοήθεια;
 Εν έτη 2010 η ζωή δυσβάσταχτη, για μια γυναίκα χωρισμένη με παιδιά μα χωρίς δουλειά και σπίτι. Η ισότητα των φύλων και η προοδευτικότητα της εποχής δεν είχε επηρεάσει τον βαθύ πυρήνα των ανθρώπων που θέλει τη χωρισμένη γυναίκα να είναι αμφιβόλου ηθικής.
Κατά καιρούς αναγκαζόταν να αλλάζει κατοικίες για λόγους ανωτέρας βίας όπως απότομη αύξηση ενοικίου, πώληση του ακινήτου, ιδιοκατοίκηση κ.α. Την αντιμετώπιζαν με δυσπιστία οι υποψήφιοι νοικοκύρηδες  όταν τους έλεγε πως ήταν χωρισμένη. Έβλεπε στην, όχι μόνο σιωπηλή, αντίδραση τους, πως την αντιμετώπιζαν ως ανήθικη που ψάχνει στέγη για να μπαινοβγαίνουν κάθε λογής αρσενικά.
Έτσι αποφάσισε να λέει ψέματα όταν έπρεπε να αναζητήσει νέα οικία. Ο σύζυγος, θα παρουσιαζόταν, ως ένας ναυτικός, που λείπει συνήθως, και για αυτό είναι δύσκολο να το επισκεφτεί μαζί τους. Είχε, δε, συνεννοηθεί με τα παιδιά της πως θα τον ανέφερε στις συζητήσεις τους προς κάλυψη αμφιβολιών.
-Λέτε να αρέσει στον μπαμπά;
Τα ρώταγε, μα εκείνα, ποτέ δεν απαντούσαν, μόνο έσκυβαν το κεφάλι τους θλιμμένα με το βάρος της απάντησης να αιωρείται ως λαιμητόμος στα τρυφερά λαιμά τους.
Έτσι η Μαρία γινόταν ευπρόσδεκτη από τον πιθανό σπιτονοικοκύρη δίνοντας την εικόνα μιας ευυπόληπτης γυναίκας που περιμένει τον Οδυσσέα της, με μόνη σκέψη την ικανοποίηση του.
Οι μέρες περνούσαν δύσκολα με τα βάρη να την λυγίζουν, μα με την δύναμη της θελήσεως της, που ήταν ατσάλινη, να προσπαθεί να τα σηκώσει. Σίγουρα ο Άτλαντας θα ένοιωθε όπως κι αυτή. Δυσκολευόταν από την μη οικονομική συμμετοχή του, δήθεν ναυτικού, μα υπαρκτού, πατέρα και την μη εύρεση ικανής δικής της εργασίας να συντηρήσει ικανοποιητικά τα τέκνα της που ήταν όλη της η ζωή.
Και τότε τον γνώρισε, στη δουλειά που την σύστησαν για να καθαρίσει τα γραφεία μιας ναυτιλιακής εταιρίας στο Μαρούσι. Ήταν ένας λεβέντης ο Μανόλης, που θέλησε να της σταθεί και να ακούσει τον πόνο της. Το βάρος  της ελάφρυνε κι η δυστυχία της ευφράνθηκε από το γλυκό ποτό του έρωτα. Η ζωή της χαμογέλασε και το σκοτάδι χάθηκε δια μιας. Σαν έτοιμη από καιρό, θέλησε να του προσφέρει τη ζωή της. Ο άντρας αυτός φαινόταν να την αγαπά και να της δίνει την προσοχή που τόσο της έλειπε όπως κι αυτός έμοιαζε να απολαμβάνει με μεγάλη χαρά το γεμάτο ευγνωμοσύνη βλέμμα της.
Όμως εκείνη, σε λίγο καιρό, άρχισε να τυραννιέται από ενοχές. Πώς αυτή θα μπορούσε να δώσει όσα, πίστευε πως, άξιζε ο Μανώλης, ενώ αυτή έπαιρνε τόσα όσα ποτέ της δεν είχε ονειρευτεί; Βασανιζόταν καθημερινά και στενοχωριόταν από την ευγνωμοσύνη που φούσκωνε μέσα της μα δεν έβρισκε τρόπο να την ανταποδώσει. 
Άρχισε να νοιώθει πως ζει μόνο όταν βρισκόταν κοντά του. Κόλαση οι στιγμές που ήταν μακριά και όσο και αν αυτό της φαινόταν αλλόκοτο δεν είχε τη δύναμη, μα ούτε και την θέληση να το αλλάξει.
Κάθε μέρα που περνούσε κοβόταν στα δύο. Καταλάβαινε, ή έτσι πίστευε, πως ο Μανόλης, χωρίς ποτέ να το λέει, θα ήθελε τη δική του οικογένεια. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να εξηγήσει την μόνιμη αποφυγή του να μιλήσει, έστω, για την επόμενη μέρα; 
 Μα δίκιο δεν είχε κι αυτός; Προφανώς θα ήθελε μια νέα, δική του, οικογένεια. Αυτή όμως τι θα έπρεπε να κάνει; Να αφήσει τα παιδιά της; Ποτέ των ποτών, φώναζε μέσα της, κι η καρδιά της μάτωνε.
Μήπως, μα πως θα μπορούσε, αυτή η δυστυχισμένη ύπαρξη, να αφήσει τον Μανόλη; Πώς θα μπορούσε να αφήσει το μοναδικό φως στη ζωή της; Τι άλλο θα της έμενε; Τα παιδιά της ήταν κομμάτι της σάρκας της, που, όμως, μόνο ζητούσαν και αυτό την βάραινε πάρα πολύ, δεν είχε ούτε τροφή, ούτε στέγη μα ούτε αγάπη να τους δώσει. Και το χειρότερο ήταν, πως τώρα πλέον, ένοιωθε περισσότερο αδύναμη από πριν τον γνωρίσει.
Πέρασαν έξι μήνες, ώσπου, ένα απόγευμα, που είχαν ραντεβού, ο Μανόλης δεν εμφανίστηκε. Τον έψαξε παντού. Στην αρχή φοβήθηκε πως κάτι κακό του συνέβη. Ώσπου έμαθε πως ήταν παντρεμένος σε άλλη πόλη και η εργασία του εδώ είχε τελειώσει οπότε κι έφυγε άμεσα για το σπίτι του.
Η δυστυχία πλάκωσε και πάλι το φτωχό σπιτικό, λες και καιροφυλακτούσε τόσο καιρό κρυμμένη στην γωνία. Κλείστηκε στο δωμάτιο της και έκλαιγε για ώρες ώσπου μέσα από τα δακρυσμένα μάτια της είδε το πρώτο φως της ημέρας να τρυπώνει από τις χαραμάδες των παντζουριών. Άκουσε την πόρτα να ανοίγει και ακροπατώντας να την πλησιάζουν τα παιδάκια της. Κάτσανε στο κρεβάτι της και άρχισαν να της χαϊδεύουν τα μαλλιά. Παρέμεινε με τα μάτια κλειστά, μα πόσο πολύ της είχαν λείψει τα παιδικά τους χάδια...
-Στο είπα πως είναι άρρωστη και δεν πρέπει να φωνάζεις!
-Ξέρεις αν θα γίνει καλά;
-Μόνο αν κάνουμε ησυχία και την αφήσουμε να κοιμηθεί.
-Και πότε θα φάμε;
-Πάμε στην κουζίνα, νομίζω πως έχει λίγο ψωμί. Έλα, σου λέω, πάμε…
Και φύγανε έτσι απαλά όπως ήρθανε, και η Μαρία βυθίστηκε σε έναν μακάριο, γλυκό, ύπνο.







Παρασκευή 4 Μαΐου 2012

Για τον Μέγα Κωνσταντίνο

Ο Κώστας Καραστάθης αναδεικνύεται ένας έξοχος ερευνητής που η ιστορική αναζήτησή του τον οδηγεί στις "Κατηγορίες και Αλήθεια", ένα επιστημονικό σύγγραμα, για τον Μέγα Κωνσταντίνο. Διαβάζοντας το, ένοιωσα να ταξιδεύω σε μια πραγματικά δύσκολη εποχή, να ζω δίπλα σε αυτόν τον μεγάλο άνδρα, που η ιστορία τίμησε ως Μέγα και η εκκλησία ως άγιο, και που μπόρεσε να αλλάξει την ιστορία χτίζοντας μιαν αυτοκρατορία που μεγαλούργησε και έδωσε τα φώτα της σε όλο τον κόσμο. Ένας ηγέτης που επανατοποθετείται στην εκπεσούσα κοινωνία μας και μας δείχνει τον δρόμο προς τον εξαγιασμό για τη θέωση. Κατά το θεοί έσεσθαι...


Το  DAMNATIO MEMORIAE, η Καταδίκη Μνήμης, ήταν μια ατιμωτική ποινή και χειρότερη από τον θάνατο και σήμαινε καταδίκη σε λήθη, μια τιμωρία που υπήρχε όταν οι αυτοκράτορες θέλανε να σβήσουν την μνήμη κάποιων προηγούμενων αυτοκρατόρων για να μη μείνει στην ιστορία το όνομά τους. Ένοιωσα πως εμείς, ως ανάξιοι απόγονοι, αποδεχτήκαμε, όχι απλώς την λήθη της προσωπικότητάς του και του μεγάλου έργου που επιτέλεσε, αλλά και, διαιωνίσαμε κατηγορίες για έναν μέγα άγιο και ισαπόστολο.
Αυτή η σοβαρή έρευνα έρχεται σε μια εποχή που η αναρχία έχει πάρει τη θέση της δημοκρατίας, το ανήθικο τη θέση της ανάπτυξης και οι αξίες της που φτάνουν ως την καθημερινή ευμάρεια κι έχει θεό της, κατά φυσική συνέπεια, το χρήμα, θεωρώ, λοιπόν, πως αυτό το βιβλίο είναι ένα μεγάλο δώρο για την ανθρωπότητα. Σήμερα, που το πολιτικώς ορθό αγκυλώνει την σκέψη και το κακό αποδαιμονοποιείται για να γίνει καθημερινότητα, έρχεται αυτή η επιστημονική μελέτη, που δεν αποκαλύπτει απλώς την αλήθεια για τον Μέγα Κωνσταντίνο, μα αναδεικνύει έναν μοναδικό πολιτισμό, χαμένο στους αιώνες, ζηλευτό, που μια προσωπικότητα χαρισματική μπόρεσε να δημιουργήσει, κάτι που κανείς ως σήμερα δεν κατάφερε, χίλια εφτακόσια χρόνια μετά. Αμαυρώθηκε η μνήμη του από τους μικρούς της ιστορίας, όπως συνήθως γίνεται, όταν αυτοί δεν φτάνουν το μέγεθος μιας μεγάλης προσωπικότητας.
Αυτή η προσπάθεια του Κώστα Καραστάθη είναι η μνήμη της δικής μας ιστορικής ταυτότητας και που με δυσκολία, δυστυχώς, σήμερα μπορούμε μόνο να ψηλαφίσουμε ως ψήγματα ενός πολιτισμού που αργοπεθαίνει.

Πηγή εκδόσεις Άθως: http://www.stamoulis.gr/ΚΑΡΑΣΤΑΘΗΣ-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ_au-764329.aspx