Πέμπτη 21 Απριλίου 2011

άνθρωποι και Ιδέες

                          6ο Μέρος και τελευταίο



Συχνά από τότε σκεφτόταν την ανέχεια που ζούσε η Μακέντα  και έπεφτε σε θλίψη.  Και τώρα, μετά τις αντιρρήσεις της Μαρίας για να μείνει εσωτερική, αναρωτιόταν πώς γίνεται να ζητάς τόσο πολλά όταν δεν έχεις ούτε τα απαραίτητα. Μα πού σταματάει η φαντασίωση και πόσο η πραγματικότητα μπορεί να την σηκώσει, αυτό το δίκαιο του εργάτη σε ποιο χαρτί καίγεται, ποιο είναι το όριο που πρέπει να καταλάβει κανείς πως πρέπει να είναι μετρημένος ή μήπως δεν υπάρχει; Εδώ η Μακέντα δεν έχει ψωμί να φάει και η Μαρία της ζητάει να διεκδικεί το παντεσπάνι.  Μήπως κι αυτός το ίδιο προσπαθεί να κερδίσει; Τρόμαξε με την σκέψη αυτή. Μήπως όλες αυτές οι ιδέες  θα μπορούσαν στο τέλος να τον αφήσουν στο δρόμο και μάλιστα λίγο πριν από την σύνταξη;
 Σκέφτηκε πάλι τον εαυτό του και κατάλαβε πως ο ίδιος είχε πέσει στο λάθος να δουλεύει μόνο με το φιλότιμο. Ήταν λάθος όμως αυτό; Ήταν από μια ξεχασμένη γενιά που δεν ρωτούσε τι θα πάρει, μα αν θα καταφέρει να αντεπεξέλθει στις ανάγκες της δουλειάς που αναλαμβάνει. Δεν ήταν εργασιομανής όπως σήμερα είναι πολλοί άνθρωποι από έλλειψη προσωπικής ζωής. Όχι, κάθε άλλο, δούλευε με μεράκι και αγάπη για αυτό που έκανε. Έτσι θα δούλευε αν δεν είχε αφεντικό, έτσι δουλεύει και τώρα που έχει αφεντικό. Πολλοί νόμιζαν πως ήταν δικό του το μαγαζί.
  Μια νέα συνειδητοποίηση άρχισε να ωριμάζει μέσα του. Μια κατανόηση βαθιά που ήταν λες και  του άνοιγε πραγματικά για πρώτη φορά τα μάτια.
  Ένοιωθε μικρός ενώ ήταν πραγματικός άρχοντας. Με την προσπάθεια να φροντίσει και να περιποιηθεί τον χώρο που του έδινε μεροκάματο, γινόταν πολύτιμος κι όσο απόμακρο και να ήταν το αφεντικό του, το έβλεπε καθημερινά πόσο πολύ τον εκτιμούσε και ρώταγε την γνώμη του για όλα.  Κι όμως ως τα τώρα δεν το υπολόγιζε. Θεωρούσε τον εαυτό του έναν παλιομοδίτη και χωρίς ιδιαίτερα ταλέντα που τίποτα σημαντικό δεν έκανε. Ήταν σκυμμένος στη δουλειά με μικρή εκτίμηση για ό,τι πρόσφερε.
  Κατάλαβε πως ήταν υπερβολικός στην προσπάθεια να βοηθήσει, ενώ με το ζόρι τα έβγαζε πέρα ο ίδιος. Σίγουρα δε θα έπρεπε να έχει πάρει την Μακέντα στο σπίτι για να του καθαρίζει. Έπρεπε να προστατέψει τον εαυτό του εκτιμώντας σωστά την οικονομική του κατάσταση.
  Το βράδυ εκείνο που το πήρε απόφαση πως πρέπει να σταματήσει την Μακέντα δεν κοιμήθηκε.  Την επόμενη μέρα θα του έδινε την απάντησή της για την δουλειά ως εσωτερικής οπότε θα μπορούσε ευκολότερα να της το πει.  Η Μακέντα όμως, όπως το φοβόταν, αρνήθηκε την πρόταση. Δειλά της είπε πως κι αυτός δεν άντεχε άλλο να την πληρώνει, τουλάχιστον προς το παρόν. Αυτό το είπε γιατί δεν άντεχε να την  διακόψει έτσι απότομα. 
 Άρχισε να κρατάει απόσταση, απέφευγε να πηγαίνει στο μαγαζί που δούλευε η Μαρία όταν η Μακέντα ερχόταν. Μέσα σε λίγο διάστημα είχε χάσει όλα τα σπίτια και δεν είχε ούτε να φάει. Κατά διαστήματα κάποιοι την έπαιρναν για δουλειά, μα πολύ αραιά, τόσο που δεν μπορούσε ούτε τα εκατόν πενήντα ευρώ για το μερτικό της στο ενοίκιο να έχει. 
Ο Δημήτρης έμεινε στην δουλειά του με τα δεδομένα που είχε παλαιότερα μα με μια βαθύτερη κατανόηση για την αξία του, που τον έκανε πιο χαρούμενο από πριν, και στα όνειρα του μόνο πέταγε χωρίς να έχει αυτές τις άσχημες πτώσεις.  Άρχισε να βλέπει για πρώτη φορά πόσο τον αγαπούσαν και πόσο τον σέβονταν οι φίλοι του μα και το επαγγελματικό του περιβάλλον. 
  Η Μαρία παρέμεινε, για αρκετό καιρό, συμβουλάτορας της Μακέντα, της άστεγης πλέον Μακέντα. Συναντιόντουσαν πια αραιά και πού για να της προσφέρει ένα πιάτο φαΐ ή κανένα ρούχο. Κι αυτό όμως σταμάτησε απότομα όταν η Μαρία λόγω περικοπών απολύθηκε. Όσο για την Μακέντα χάθηκε εντελώς και κανείς μας δεν έμαθε ποτέ αν έφυγε από τη χώρα ή αν έσβησε σε κάποιο δρόμο της Αθήνας. 









Παρασκευή 15 Απριλίου 2011

άνθρωποι και Ιδέες

5ο Μέρος


 Στο δρόμο προς το σπίτι σκεφτόταν να μαγειρέψει κάτι μιας και θα προλάβαινε την Μακέντα. Αν ντρεπόταν να φάει μαζί του θα της το έδινε να το πάρει.  Ίσως να της έδινε και λάδι. Όχι ότι είχε παραγωγή μα αυτός μπορούσε να το αγοράσει ενώ αυτή…
Έφτασε και γεμάτος χαρά φώναξε μόλις μπήκε:
  -Μακέντα!
Διαπίστωσε όμως πως η Μακέντα είχε φύγει. Το σπίτι ήταν σχετικά καθαρό μα όχι και πάλι η κουζίνα, όπως της είχε τονίσει, και είχε αφήσει ένα σημείωμα πως τελείωσε στην ώρα που είχαν συμφωνήσει και έφυγε. Μαράθηκε κοιτώντας το ρολόι. Ήθελε ακόμη μισή ώρα ως την ώρα που είχαν συμφωνήσει.  Κι όσο κι αν αυτός επέμενε πως ήθελε πρώτα και καλύτερα να καθαρίζει την κουζίνα κι έπειτα τους άλλους χώρους, αυτή επέμενε πως δεν προλαβαίνει. Συνεννόηση δεν υπήρχε.
Και τώρα έμεινε εκεί αποσβολωμένος συνειδητοποιώντας ότι το κορίτσι αυτό έκανε ό,τι ήθελε και  διεκδικούσε απαιτητικά μόνο τα δικαιώματά της. Αυτό το τόσο ευγενικό και πρόθυμο πλάσμα είχε μεταμορφωθεί. Είχε ξεχάσει να προσφέρει και μόνο απαιτούσε. Μα πάλι σταματούσε τις σκέψεις του και θαύμαζε πόσα μπορεί να κερδίσει κανείς με αυτή την τακτική. Η Μακέντα μπορεί να έχανε σιγά-σιγά όποια δουλειά είχε βρει όμως σίγουρα θα έβρισκε καινούργιες κι όλο θα μεγάλωνε ο κύκλος της. Άλλωστε μπορεί όντως οι φίλοι του που την κατηγορούσαν να ήταν περίεργοι.  Γνώριζε καλά τα άτομα που την είχε συστήσει και ήξερε πως ήταν καλοί άνθρωποι. Ήταν όμως πολύ απορροφημένος με την ιδέα περί δικαιωμάτων και καθησύχαζε τον εαυτό του πως  ποτέ δεν ξέρεις πώς  θα φερόντουσαν σε κάποιον που τους δουλεύει.
  Την επόμενη μέρα κάποιοι γνωστοί είπανε στον Δημήτρη  πως ίσως χρειαζόντουσαν την Μακέντα εσωτερική. Θα της έδιναν έναν καλό μισθό μα και όσο ελεύθερο χρόνο χρειάζεται μέσα στην εβδομάδα για να κρατήσει και τα μεροκάματα που ακόμη είχε. Χάρηκε με αυτή την προοπτική. Θα έφτανε η Μακέντα να βγάζει περισσότερα από αυτόν, μα και να έχει και σπίτι να μένει και να τρώει. Ποιος τη χάρη της!
   Άρχισε να της τηλεφωνεί για να της πει τα νέα, ενθουσιασμένος και με την πιθανή δική του προοπτική από τα δικαιώματα που σκεφτόταν καθημερινά να διεκδικήσει στη δουλειά του. Προφανώς ήταν σε δουλειά γιατί δεν σήκωνε το τηλέφωνο της. Ήταν μια από τις συμβουλές της Μαρίας, όπως του είχε πει κάποια στιγμή που την έψαχνε παλιότερα.
  -Της έχω πει να μην σηκώνει το τηλέφωνο όταν δουλεύει σε σπίτι για να μη λένε πως μιλάει κι αργεί να κάνει τη δουλειά της. 
 Όταν έφτασε στο μαγαζί είπε στην Μαρία γεμάτος ενθουσιασμό:
  -Επιτέλους βρέθηκε σπίτι που θα μπορούσε η Μακέντα να δουλέψει μα και να μείνει.
  -Και τι θα γίνει με τα σπίτια που έχει ήδη;
  -Θα μένει μια μέρα έξω ή και κάποια πρωινά για να μπορέσει να κρατήσει τις δουλειές που ήδη έχει!
 -Δεν ξέρω αν μπορεί να κλειστεί το παιδί μέσα.  Δεν ξέρω αν την συμφέρει, γιατί έξω όταν βρει κι άλλα σπίτια θα βγάζει περισσότερα από όσα θα της δίνουν στο σπίτι εσωτερική.
  -Μα όλα τα σπίτια που πήγε δεν την ξαναπαίρνουν, άλλωστε με τον τρόπο αυτό θα βγάζει περισσότερα κι από μένα!
  -Δεν ξέρω, άσε που θα πρέπει να σταματήσει και τα μαθήματα ελληνικών. Δεν ξέρω τι να πω, ας αποφασίσει μόνη της.
Έχει κι αυτούς τους πονοκεφάλους και κάθε φορά τρέχει σε γιατρούς. Μην ξεχνάς πως εσύ έχεις κι ασφάλεια, αυτή δεν έχει τίποτα..
  -Και τι της είπανε; Είναι άσχημα; Θεραπεύεται ο πονοκέφαλός της;  
  -Της είπανε πως δεν έχει τίποτα και μάλλον είναι ψυχολογικό. Έχει πολύ άγχος. Της λέω να κάνει υπομονή και σιγά-σιγά θα βρεθούν κι άλλα σπίτια.
 Ο Δημήτρης ένοιωσε περίεργα με την αντίδραση της Μαρίας γιατί του είχε περιγράψει τον χώρο που έμενε η Μακέντα χειρότερα κι από στάβλο.
  -Πήγα στο σπίτι της χθες, του έλεγε πρόσφατα, σε ένα σπίτι κάτω στην πλατεία Κολιάτσου, που μένουν όλο μετανάστες, και κάποιοι από αυτούς μάλιστα είναι κι από αντίθετες φυλές που είναι σε έχθρα. Φοβάται να βγει έτσι και δύσει ο ήλιος. Κοιμάται σε ένα κουζινάκι και ανοίγει κάθε βράδυ ένα μικρό ράντζο που χωράει ίσα-ίσα. Ούτε κουβέρτα δεν είχε, σκεπαζόταν με το παλτουδάκι της, μέχρι που της έδωσα εγώ μία. Στο διαμέρισμα που έχει δύο δωμάτια μένουν άλλες έξι γυναίκες, μα πού χωράνε δεν μπόρεσα να καταλάβω. Κάποιες από αυτές φέρνουν και τους φίλους τους και σκέψου τι γίνεται εκεί μέσα!



Παρασκευή 8 Απριλίου 2011

άνθρωποι και Ιδέες

                                        4ο Μέρος

Όταν η Μακέντα επισκεπτόταν τη Μαρία, πράγμα που γινόταν πολύ συχνά, πήγαινε κι αυτός δίπλα κι έτσι μάθαινε τα νέα της. Ήθελε να ξέρει πώς τα πάει στην αφιλόξενη τούτη πόλη, πώς τα βγάζει πέρα. Χαιρόταν που άκουγε ότι δε θέλει να γίνει σαν την ξαδέρφη της, που όλη της η έννοια ήταν να είναι με έναν άντρα που γνώρισε και αρνιόταν να πάει εσωτερική για να μην τον χάσει. Την θεωρούσε χαζή γιατί της τα έτρωγε όλα.
Άλλες φορές πάλι μάθαινε πως πάει να μάθει ελληνικά γιατί αγαπάει την Ελλάδα και θέλει να μείνει εδώ για πάντα. Ότι δεν είναι όπως άλλοι που βλέπουν την Ελλάδα σαν μια στάση προς την ελευθερία τους και ανυπομονούν να φύγουν για άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Την καμάρωνε που ήταν τόσο λογική και του άρεσε ο τρόπος που αντιμετώπιζε τα γεγονότα, μα και για την αγάπη που έδειχνε για την χώρα του. Όχι, η Μακέντα ήταν ένα παιδί που έκοβε το μυαλό του και σίγουρα θα ξεχώριζε.
Είχε και την Μαρία που συνεχώς την συμβούλευε πώς να δουλεύει, να φεύγει πάντα στην ώρα της, να είναι όχι τόσο γρήγορη όπως συνήθως, γιατί έτσι χάνει χρήματα, αλλά τόσο αργή όσο να μη φανεί πως τρώει τον χρόνο της. Μα και σίγουρα να μην παίρνει λιγότερα χρήματα από αυτά που δίνουν στην αγορά για μια καθαρίστρια με την ώρα.
Ο Δημήτρης δεν δούλεψε ποτέ με αυτόν τον τρόπο μα και ποτέ δεν σκέφτηκε έτσι για τις δουλειές που έκανε. Μήπως όμως έτσι θα έπρεπε κι αυτός να κινείται για να πετύχει μια καλύτερη ζωή;  Ενώ είχε την γνώση πως το μαγαζί που δούλευε δεν θα μπορούσε να του προσφέρει περισσότερα χρήματα,  ένοιωθε πως οι συμβουλές της Μαρίας είχαν κάτι παραπάνω, είχαν το δίκιο του εργάτη που ξυπνούσε μέσα του. Ήθελε κι αυτός να διεκδικήσει ό,τι του ανήκει, ήθελε επιτέλους να έχει ό,τι στερήθηκε ώς σήμερα.
Σε πολύ μικρό διάστημα η Μακέντα χάρη στον Δημήτρη βρήκε σταθερή δουλειά, να καθαρίζει δύο πολυκατοικίες και κάποια σπίτια.
Οι συμβουλές της Μαρίας είχαν γίνει το κρυφό σχολειό για την Μακέντα μα και για τον Δημήτρη, που ποτέ δεν δούλεψε προστατεύοντας τον εαυτό του ή διεκδικώντας οτιδήποτε, γιατί έτσι είχε μάθει από τους γονείς του. Τώρα ένοιωθε μια αγωνιστικότητα  να τον κερδίζει και μια ελπίδα για μια νέα ζωή που θα είχε πολλά από τα ωραία που είχε στερηθεί.
 Μέχρι και τον ύπνο του είχε χάσει από τις σκέψεις αυτές και σκεφτόταν με ποιο τρόπο θα κέρδιζε την χαμένη του ζωή.
 Είχε ξυπνήσει  μια μαχητική στάση απέναντι στα κεκτημένα του, όπως τα έλεγε. Φούσκωνε σαν παγώνι για το άνοιγμα αυτό των ματιών του μπροστά σε τόσα δικαιώματα που θα μπορούσαν να τον κάνουν άνθρωπο.
 Η Μακέντα δούλευε σε όλο και περισσότερα σπίτια, έφτασε να έχει ώς και δύο την ημέρα κι από κοντά κι η Μαρία να  συμβουλεύει πώς να κινείται σε αυτές τις δουλειές για να τους πάρει τον αέρα, και να τους δείξει πως δεν είναι καμιά χαζή, πως ξέρει τι της αναλογεί για αυτό που κάνει. Ενθουσιαζόταν κι ο Δημήτρης που έβλεπε πόσο πολύ είναι δοκιμασμένη συνταγή οι συμβουλές της Μαρίας, βλέποντας τα κέρδη της Μακέντα. Πόσα χρόνια έχασε χωρίς να διεκδικεί, πόσο ανόητος στάθηκε στη ζωή του!
 Σύντομα  το κορίτσι είχε τακτοποιηθεί  εντελώς από δουλειές, μα είχαν αρχίσει  και τα πρώτα παράπονα για τσαπατσουλιές κι αδιαφορία από φίλους που την είχε συστήσει. Κάτι που είχε αρχίσει να προσέχει κι αυτός στο δικό του σπίτι. Προσπάθησε στην αρχή να την υπερασπιστεί,  όμως όσο περνούσε ο καιρός τόσο και λιγότερο απαντούσε και μόνο έσκυβε το κεφάλι.
 Εγώ την συστήνω σε δουλειές κι αυτή κοιτάει το ρολόι για να μην την πιάσουν κορόιδο. Και να πεις πως κάνει άριστη δουλειά; Ένοιωθε πολύ άβολα μα πάλι καθησύχαζε τον εαυτό του. 
Μια μέρα ο Δημήτρης έφυγε μία ώρα νωρίτερα από την δουλειά, πράγμα που έκανε χωρίς καμιά τύψη. Χάρηκε που μπόρεσε κι αυτός να κάνει την δική του ανταρσία αφού στο κάτω-κάτω δεν αμειβόταν όπως θα’ πρεπε. Σκεφτόταν πως άλλωστε αρκετά έχει δουλέψει και το δικαιούνταν κι έτσι πήρε άδεια από μόνος του. Έφυγε καμαρωτός γιατί επιτέλους είναι αφέντης του εαυτού του και μπορεί να απαιτήσει και να διεκδικήσει ό, τι θέλει. 









Παρασκευή 1 Απριλίου 2011

άνθρωποι και Ιδέες


3ο Μέρος 

 Εκείνη τη στιγμή μπήκε πελάτης κι o Δημήτρης έφυγε. Έχει αρκετά να κάνει και  σήμερα, που μπορεί να μην είναι επείγοντα, μα δεν θέλει να τα αφήσει για την επόμενη μέρα. Θα αγχωθεί πολύ μα και θέλει να είναι πάντα πολύ πιο μπροστά από τις απαιτήσεις της δουλειάς. Κρυφοκαμαρώνει γι' αυτό συχνά.
  Τώρα νοιώθει πως έχει κι έναν άνθρωπο να φροντίσει και νοιώθει λιγότερη μοναξιά. Τι περίεργο που είναι κι αυτό! Νοιώθει όντως λιγότερο μόνος κι αναρωτιέται γιατί. Τί είναι αυτό που μίκρυνε το κενό του; Μήπως το ότι βρήκε άλλον έναν άνθρωπο που είναι τόσο δυστυχής σαν κι αυτόν; Ή μήπως πως θα αποπλήρωνε το καλό που του είχαν κάνει πριν από χρόνια; Αυτό τον γέμιζε αυτοπεποίθηση, γιατί κακά τα ψέματα πιο εύκολο είναι να δίνεις παρά να παίρνεις. Πονάει όταν παίρνεις ενώ όταν δίνεις αποκτάς και μια πιο ψηλή ματιά στον κόσμο. Κι αυτός έτσι ένοιωθε τώρα δα.
  Ύστερα από λίγο ήρθε η Μαρία 
  - Τώρα μόλις μίλησα μαζί της και μου είπε πως θα έρθει στο σπίτι σου αύριο το πρωί. Σήμερα που είμαστε ανοιχτά το απόγευμα θα περάσει για να τα πείτε κι από κοντά, εντάξει;
  -Εντάξει Μαρία ευχαριστώ. Και σκύβει το κεφάλι πως τάχα διαβάζει μια παραγγελία για να φύγει η Μαρία και να τον αφήσει ήσυχο να αποτελειώσει τις σκέψεις του.
  Η δουλειά όμως σήμερα έμεινε πίσω μιας κι η σκέψη της Μακέντα δεν τον άφηνε να συγκεντρωθεί,  γυρόφερνε και μπερδευόταν ανάμεσα στα εμπορεύματα και τις συνεννοήσεις με τους προμηθευτές.  Περίμενε με ανυπομονησία το απόγευμα που θα την έβλεπε ξανά.
   Είχε αρχίσει να νοιώθει σαν μέγας ευεργέτης κι όσο κι αν το αρνιόταν, θεωρούσε τον εαυτό του σημαντικό. Τόσο σημαντικό που θα έπρεπε να είναι ήδη ευγνώμον το κορίτσι με την προθυμία του να το βοηθήσει.   
  Μα τι ευεργέτης θα είμαι, αφού μεροκάματο θα της δώσω κι όχι δωρεά; Ντράπηκε γι' αυτές τις σκέψεις  και προσπάθησε να τις διώξει. Μα και δωρεά να της έδινα, ντροπή μου,  τι θα 'πρεπε δηλαδή; Σε λίγο  θα αρχίσω να ψάχνω να δω τι αγοράζει με τα χρήματα μου για να βεβαιωθώ για την φτώχεια της.
  Την περίμενε νωρίς μα αυτή ήρθε προς το τέλος της βάρδιας του. Τον εξέπληξε που δεν σκοτώθηκε να έρθει για να μιλήσουν, μα σκέφτηκε πως κάπου αλλού θα είχε μεροκάματο και ησύχασε. Ήρθε λοιπόν το κοριτσάκι, θα μπορούσε να είναι και παιδί του. Και της εξήγησε πώς θα έρθει στο σπίτι του την επόμενη το πρωί.
 Έκλεισε το μαγαζί και έφυγε ευτυχισμένος.  Έφτασε στο άδειο από έπιπλα σπίτι, με την λιτή διακόσμηση,  κρύο όπως ήταν μιας κι είχαν από νωρίς  σβήσει το καλοριφέρ, και ένοιωσε πολύ άσχημα για την ακαταστασία. Άρχισε να συμμαζεύει γρήγορα για να μη δει αύριο το χάλι του η κοπέλα.
  Ξάφνου σταμάτησε και σκέφτηκε ότι αυτό που κάνει δεν έχει νόημα. Στο κάτω-κάτω ήθελε να την φέρει γιατί το σπίτι του θέλει καθάρισμα και έτσι θα δοθεί και σε αυτήν η δυνατότητα για ένα μεροκάματο.  Δείλιασε σαν μικρό παιδί που το πιάσανε να κάνει αταξία. Τουλάχιστον τα χοντρά να μαζέψει…
 Το πρωί ξύπνησε νωρίς και κακοδιάθετος, η αναμονή το 'χει αυτό. Περιμένεις, περιμένεις και στο τέλος έχεις κουραστεί τόσο που θέλεις να προσπεράσεις αυτό που περίμενες. Προσπάθησε να ηρεμήσει και να ξεχαστεί κοιτώντας από το παράθυρο του υπνοδωματίου του τον ουρανό, να αφήσει να ταξιδέψει το μυαλό του στο απέραντο γαλάζιο που τον γέμιζε με μια αίσθηση απλοχωριάς και αιωνιότητας.
 Το κουδούνι τον βρήκε από ώρα έτοιμο. Μόλις μπήκε η Μακέντα της είπε τι να κάνει και της τόνισε πως στην κουζίνα του θα ήθελε να δώσει περισσότερη προσοχή. Έφυγε ήσυχος και χαρούμενος που επιτέλους θα μύριζε το σπίτι του καθαριότητα από γυναικείο χέρι που είχε να δει εδώ και πέντε χρόνια που πέθανε η γυναίκα του.
  Η σημερινή μέρα ήταν πολύ δύσκολη, δε του έφτανε η δουλειά που είχε να κάνει, πέρασε και σαν σίφουνας το αφεντικό του και του πρόσθεσε νέες δουλειές που τον απορρόφησαν ως αργά. 
  Έτσι όταν έφτασε στο σπίτι τρόμαξε που ήταν ξεκλείδωτο και τότε μόλις θυμήθηκε πως είχε αφήσει το πρωί την κοπέλα να καθαρίσει. Μύριζε απ’ έξω ο αέρας της καθαριότητας μα τώρα μόλις το πρόσεξε. Ήταν σαν να ξανάνιωσε, σαν να έκανε ο ίδιος μόλις μπάνιο. Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε σαν το πουλάκι.
Όταν την ξαναείδε την επόμενη μέρα στης Μαρίας την χαιρέτησε εγκάρδια. Η Μακέντα ήρθε κοντά του και τον ρώτησε:
  -Άρεσε όπως καθάρισα σπίτι; Εσείς ευχαριστημένος;
  -Ελπίζω να μην κουράστηκες πολύ, όλα ήταν πολύ καθαρά κι ωραία, χρόνια είχα να μπω στο σπίτι μου και να μοσχομυρίζει.
Αναρωτήθηκε ποιος έκανε τελικά την ευεργεσία. 
Κάθισαν με την Μαρία και την Μακέντα και πιάσανε κουβέντα για τις δυσκολίες που έχει να βρει δουλειά. Το μέλλον αυτού του κοριτσιού τον ανησυχούσε πολύ και μόλις έφυγε από την συντροφιά τους και γύρισε στο μαγαζί βάλθηκε να παίρνει τηλέφωνα για να την συστήσει σε όποιον ήξερε. Ήταν σαν να την είχε πάρει στην κηδεμονία του και του έβγαζε όλα τα τρυφερά αισθήματα που είχε ως πατέρας. Μακάρι έτσι και την κόρη του να φρόντιζαν, που ήταν παντρεμένη εκεί στην πατρίδα τους στον Έβρο .
  Την κόρη του που τόσο δυσκολεύτηκαν με την γυναίκα του να την μεγαλώσουν, ιδίως από τότε που έπεσε έξω η επιχείρηση που έστησαν στην Αθήνα όταν ήρθαν από τον Έβρο. Ήξερε τι θα πει να πεινάς, ήξερε τι θα πει να μην έχεις πού να ακουμπήσεις και να είσαι ξένος ανάμεσα σε ξένους. Είχε ζήσει στο πετσί του τι θα πει να κρατάς την αξιοπρέπειά σου μα και το στομάχι σου γεμάτο.