Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

Όσο μπορείς


Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως τη θέλεις
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ' εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ως που να γίνει σα μία ξένη φορτική.

Κωνσταντίνος Καβάφης

Κυριακή 27 Μαρτίου 2011

Σα διακονιάρης στη στράτα


Εκατόν ενενήντα χρόνια από την εθνεγερσία, πού βρίσκεται η Ελλάδα; Μεγάλη και ανεπτυγμένη είναι, τόσο που δεν θα μπορούσαν να τη φανταστούν οι παππούδες μας ή οι πατεράδες μας. Αλλά χρεοκοπημένη, ασπόνδυλη, χωρίς πνοή. Και με Ελληνες αμήχανους, σαστισμένους, διχασμένους, φοβισμένους και εξαγριωμένους μαζί. 



Σαν να ’χει χαθεί το μακρυγιαννικό «εμείς», το εξόχως πολιτικό και δυναμικό, και να ’χουν απομείνει μύρια «εγώ» τρομαγμένα, μόνα κι αδύναμα. Σαν να ’χει χαθεί οριστικά ο αντάρτης, ο κλέφτης, ο ελεύθερος καρμπονάρος, ο μαχητής της δημοκρατίας, και να ’χει επιπλεύσει μοναχά ο ραγιάς, ο προσκυνημένος, ο συμβιβασμένος και άπληστος, ο πλεονέκτης.
Ωστε αν επιζεί ένα διάζευγμα με νόημα για τους Ελληνες, με όλα τα βάρη του αναχρονισμού, από τον καιρό της Επανάστασης ώς σήμερα, αυτό δεν είναι το «φουστανέλα ή φράκο», αλλά το «αγωνιστής ή ραγιάς». Δεν έχει νόημα ο επιπόλαιος, ανιστόρητος χωρισμός σε δυτικόφρονες και ανατολικόφρονες, διότι είμαστε πολλών φωνών τραγούδια και διαρκώς περισσότερων. Αντιθέτως, στην ιστορική καμπή που βρισκόμαστε επείγει να αναστοχαστούμε τους εαυτούς μας ως μαχητές: Μπορούμε να αγωνιστούμε πάλι για ελευθερία και προκοπή; Η ελευθερία δεν κερδίζεται άπαξ· είναι διαρκώς ζητούμενη και πάντα ακριβή.

Δύο αιώνες μετά την εθνεγερσία, η ελευθερία της ίδιας πατρίδας απειλείται και πάλι, με άλλους τρόπους, υπό άλλους όρους, σε άλλο κόσμο. Οι υπερήφανοι πολεμιστές, οι ευημερούντες της ειρήνης, οι προκομμένοι των γραμμάτων και του εμπορίου, απειλούνται από την υποδούλωση της ανέχειας, να ξεπέσουν στον ραγιά που περιγράφει ο Οδ. Ανδρούτσος: «το ταχιά βρίσκεται φτωχός, σα διακονιάρης στη στράτα». Ομως τώρα ο εχθρός δεν είναι ένας Τούρκος, ένας Αγαρηνός· οι εχθροί είναι πολλοί και βρίσκονται μέσα μας: απληστία, αφροσύνη, αχαλίνωτος ατομισμός, εμφύλιος. Αυτά μάς απειλούν. Με τα λόγια του Κοραή: «Προδότης της πατρίδος λογίζεται, όχι μόνον όστις παραδίδει εις τας χείρας των τυράννων τους αδελφούς του [...] αλλά και όστις δεν φεύγει τας πλεονεξίας, εκ των οποίων γεννάται η τυραννία».

Του Nικου Γ. Ξυδακη

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2011

άνθρωποι και Ιδέες

                                          2ο Μέρος


  Αυτό το κορίτσι το γνώρισα στην Κέρκυρα, όταν πήγα διακοπές με μια φίλη μου. Άσ' τα, ένα δράμα η ζωή της.  Δούλευε σε μια ταβέρνα που είχαμε πάει να φάμε. Μας τράβηξε την προσοχή  με την ευγένεια και την καλοσύνη της αλλά και με την τόση προθυμία της να εξυπηρετήσει.   Την επόμενη μέρα κάναμε βόλτα στην παραλία και την πετύχαμε να κάθεται σε ένα παγκάκι. Μεμιάς της πιάσαμε την κουβέντα. Άσε πού να σ' τα λέω…
   -Ε!...πες βρε Μαρία; Τι συμβαίνει; Από πού είναι; Είναι εδώ με την οικογένειά της;
   -Ποιά οικογένεια της;  Δεν έχει κανέναν εδώ. Δεν έχει στον ήλιο μοίρα. Έχει έρθει από την Αιθιοπία, μεγάλη πείνα πέρασε εκεί, ειδικά από τότε που η μάνα της πέθανε κι ορφάνεψε. Μιλάει λίγα ελληνικά, κι έχει πολλή όρεξη να δουλέψει. Το τι έχει περάσει για να φτάσει στην Ελλάδα και πόσο πείνασε κι υπέφερε, τι να σου λέω; Μέχρι και φυλακή μπήκε στην στάση που έκανε στην Τουρκία, εκεί της έδιναν μόνο μια ντομάτα και λίγο ψωμί για όλη την μέρα. Ποιος ξέρει τι άλλο πέρασε εκεί μέσα. Δεν λέει όμως πολλά, παρά μόνο πως εδώ είναι η καλύτερη χώρα, πως η Ελλάδα είναι παράδεισος!
    -Και τώρα τι κάνει εδώ; Εσύ είπες πως την συνάντησες στην Κέρκυρα, έχει βρει εδώ δουλειά, πώς τα βγάζει πέρα;
  -Εγώ την έπεισα να έρθει να μείνει στην Αθήνα. Ξέρεις πώς την εκμεταλλευόταν εκεί ο ταβερνιάρης; Της έδινε μόνο εξακόσια ευρώ, χωρίς ασφάλεια, έναν ύπνο και ένα σάντουιτς την μέρα, ενώ της είχε τάξει κανονικό φαγητό. Της είπα πως την κλέβει και πως εδώ θα βγάλει καλύτερο μεροκάματο καθαρίζοντας σπίτια. Τώρα προσπαθώ να της βρω δουλειά, μήπως ξέρεις κανέναν να ψάχνει για κοπέλα να του καθαρίζει το σπίτι;
  Εγώ παίρνω οκτακόσια και έχω και ενοίκιο,   εξακόσια ευρώ και φαγητό, έστω ένα σάντουιτς, δεν είναι καλά; σκέφτηκε, μα δεν τόλμησε να μιλήσει. Μόνο είπε:
  -Και δεν ήταν καλύτερα εκεί απ’ ό,τι εδώ στην μεγαλούπολη; Πού θα βρει δουλειά; Είναι πολύ δύσκολα και για μας πόσο μάλλον για μια ξένη που δεν μιλάει και καλά ελληνικά.
  -Μα τελειώνοντας το καλοκαίρι εκεί θα την σταματούσαν, τι θα έκανε τον χειμώνα στο νησί;
   Συμφώνησε μαζί της κι αμέσως θέλησε να βοηθήσει αυτή την κοπέλα, την συμπόνεσε πολύ, γιατί κι αυτός ορφανός και φτωχός όπως ήταν, ένοιωσε να μπαίνει στη θέση της και θέλησε ό,τι έχει, που δεν έχει, να το μοιραστεί. Αυτός έχει ένα σπίτι βρέξει-χιονίσει για να μένει, κι ας είναι με ενοίκιο, έχει και μια δουλειά, ένα μεροκάματο να βγάζει τα καθημερινά του έξοδα. Η καρδιά του απλώθηκε πάνω από αυτό το αδύναμο πλάσμα. Σκεφτόταν τις μεγάλες του πείνες και πως χάρη σε κάποιους ανθρώπους μπόρεσε κι αυτός να σταθεί στα πόδια του. Το ταξίδι αυτό στο παρελθόν τον έκανε να προσπαθήσει να βρει τρόπο για να την βοηθήσει. Ένας φόβος έσφιξε την καρδιά του ότι κι αυτός μπορεί αύριο να βρεθεί στον δρόμο, τον έδιωξε όμως γρήγορα. Αύριο μπορεί και να μην ζει, σήμερα όμως είναι τακτοποιημένος. Ίσως δε θα ήταν κομψό να της δώσει χρήματα, θα ντρεπόταν να το κάνει, μα και δεν θα έλυνε το πρόβλημα της καθημερινότητάς της. Κι αμέσως άκουσε τον εαυτό του, πριν καν σκεφτεί να λέει:
   - Πες της να έρχεται σπίτι μου για να το καθαρίζει.
  Έτσι θα της δίνω ένα μεροκάματο, σκέφτηκε και χάρηκε πολύ με αυτή την ιδέα.
  Είχε σκοπό τώρα που τελείωσε τα χρέη από μια αποτυχημένη επαγγελματική προσπάθεια  να φροντίσει να αγοράσει λίγα ρούχα. Τώρα όμως προέκυψε η βοήθεια προς έναν άνθρωπο που πεινάει. Ένοιωσε ευτυχισμένος. 
  Μπορεί να μου λείπουν  πουκάμισα και παντελόνια όμως  αυτή δεν έχει ούτε να φάει. Στο κάτω-κάτω το σπίτι μου όντως θέλει καθάρισμα, είναι τόσο βρώμικο που πολλές φορές νομίζω πως συγκατοικώ με ένα σωρό ζωύφια.
Στην σκέψη αυτή χαμογέλασε.
  - Και πώς τη λένε;
  -Μακέντα τη λένε, όπως την αρχαία βασίλισσα της Αιθιοπίας που είχε ερωτευτεί τον Σολομώντα. Την ξέρεις την ιστορία;
  - Όχι
  - Η Μακέντα έμαθε για το βασίλειο του Σολομώντα, για τα αμύθητα πλούτη, τη στρατιωτική του δύναμη, τον τρόπο με τον οποίο κατάφερνε να κερδίζει τις καρδιές ακόμα και των εχθρών του.  Κι έτσι αποφάσισε να τον επισκεφτεί στην Ιερουσαλήμ. Η σοφία του Σολομώντα και το οξύ του πνεύμα γοήτευσαν τη βασίλισσα και έσβησαν κάθε αμφιβολία που είχε για το μεγαλείο του. Το ίδιο εκείνο βράδυ έκανε έρωτα μαζί του.  Οι Αιθίοπες πιστεύουν μέχρι και σήμερα πως είναι απόγονοι του γιου της Μακέντας και του Σολομώντα.
  -Και πώς τα ξέρεις όλα αυτά; Πού τα έμαθες;
  -Μου τα είπε η Μακέντα όταν την ρώτησα για το όνομά της.
  Έπρεπε όμως οπωσδήποτε να πάει να συνεχίσει την δουλειά του και βιάστηκε να της πει:
   -Θα την ρωτήσεις ποια μέρα μπορεί να έρθει στο σπίτι μου για να το καθαρίσει; Ξέρεις, επειδή λείπω συνήθως θα πρέπει να έρθει το πρωί την ώρα που φεύγω.
 -Θα την πάρω τώρα αμέσως για να κανονίσουμε


Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011

Φιλίες


Ανοίγω τον υπολογιστή μου και ανοίγω ένα παράθυρο, όχι του δωματίου μου που κοιτά απλά απέναντι, μα ένα "παράθυρο" στο διαδικτυακό σύμπαν, σε έναν κόσμο ο οποίος έχει τη δύναμη να κινεί τα νήματα σε μια επανάσταση, να βγάζει στη φόρα τα άπλυτα διπλωματικών συζητήσεων, να δημιουργεί φιλίες από την μια άκρη του πλανήτη στην άλλη. 
 Μαθαίνω τα νέα, άμεσα, με το που τα γράφει κάποιος διάσημος ή άσημος. Μιλάς ή μάλλον γράφεις τι σκέφτεσαι, ή "σκουντάς" κάποιον ή κοινοποιείς κάτι και το μαθαίνουν οι φίλοι σου, οι φίλοι των φίλων σου και πάει λέγοντας. Φτάνεις να έχεις εκατό, διακόσιους, τριακόσιους και ακόμη παραπάνω φίλους. Από την καρέκλα του σπιτιού σου απλά και μόνο κουνώντας το δακτυλάκι σου και λέγοντας-γράφοντας ότι  σου’ ρθει. Έτσι απλά!


 Τόσα και τόσα κείμενα λογοτεχνικά, φιλοσοφικά ή ότι άλλο περί φιλίας, περί δεσμών καρδιακών που μια αναζήτηση φίλων είναι το υπέρτατο αγαθό και για να μπορέσει να το αποκτήσει ο άνθρωπος πρέπει πρώτα να κατακτήσει τη γνώση και την αρετή. Σχέσεις  τόσο δυνατές που μπορεί να μας στηρίξουν πραγματικά μα και που όταν χαλάσουν ή διαλυθούν, αφήνουν πίσω τους σημάδια βαριάς θλίψης και στεναχώριας ίδιας με αυτά του θανάτου έχουν πλέον παρακαμφθεί.

 

 Στην εποχή μας πια, στην εποχή της ταχύτητας, της ιδιωτικότητας, της απομόνωσης μα και της ευκολίας μπορεί κάποιος να έχει εκατοντάδες φίλους… Ανώδυνα, ξεκούραστα. Γίνεσαι πρόσωπο-απρόσωπο σε ένα "παράθυρο" στον διαδικτυακό κόσμο που ενώνει αποστάσεις τεράστιες σε έναν ανύπαρκτο τόπο. Κάνει "σκουντήματα", "πειράγματα", κοινοποιήσεις και δηλώνει τι σκέφτεται στον τεράστιο, σκοτεινό κόσμο των διάφορων βιβλίων γνωριμίας.


 Η προσοχή μας γίνεται πολυδιάστατη, όλοι οι φίλοι μας έχουν κάτι να μας πουν από ‘κει που είναι και εμείς κάτι να τους πούμε από τον δικό μας χώρο. Ανταλλάσουμε πληροφορίες, μουσικά ακούσματα, ταινίες, φωτογραφίες κι αοριστολογίες.    
 Ζούμε με την ψευδαίσθηση μιας μεγάλης παρέας που αφήνει τεράστιες δυνατότητες στις προβολές μας για τα πρόσωπα των άλλων. Ανιχνεύουμε τις αλήθειες τους μέσα από άσκοπες κουβέντες και νοιώθουμε σιγουριά πως αυτό που γεννά η φαντασία μας σαν ανταπόκριση στη πληροφόρηση που λαμβάνουμε είναι αλήθεια. Κι όλο κι ανοίγουμε πιο πολλά "παράθυρα" στο "παράθυρο" του υπολογιστή μας.

  Μπερδευόμαστε με τα συναισθήματα μας που παρ’ όλους τους φίλους μας νιώθουμε όλο και πιο μόνοι, που παρ’ όλες τις γνωριμίες μας δεν έχουμε ούτε έναν στο πλάι μας, που παρ’ όλα τα "ανοικτά παράθυρα" ζούμε σε όλο και πιο σκοτεινά δωμάτια.
Μόνοι και αγέλαστοι
Μόνοι και πικραμένοι
Μόνοι κι απογοητευμένοι

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011

άνθρωποι και Ιδέες

                                     1ο Μέρος


Μόλις ξύπνησε ο Δημήτρης πετάχτηκε από το ντιβάνι του σαν ελατήριο. Ο σομιές έτριξε δυνατά. Το δωμάτιο ήταν παγωμένο αν κι ακόμη δεν είχε φτάσει για τα καλά ο χειμώνας. Με την κουβέρτα στους ώμους έτρεξε γρήγορα στο μπάνιο για να συγυριστεί πριν να φύγει. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη χωρίς όμως να βλέπει και αφού ηρέμησε τον εαυτό του προσπάθησε να χαμογελάσει. Ήθελε να του δώσει λίγο κουράγιο.
  Τελευταία τον βασάνιζαν όνειρα που ενώ ξεκινούσαν καλά, τελείωναν με μια μεγάλη πτώση, μια πτώση τόσο δυνατή που τρανταζόταν και ξύπναγε. Στην αρχή το όνειρο είχε πάντα την ίδια εικόνα. αυτός να πετάει ψηλά ως και πάνω από  τα σύννεφα, ελαφρύς σαν πούπουλο. Μετά εκεί που ξεχνούσε τελείως το βάρος του, εκεί που ένοιωθε ελεύθερος, ξάφνου αποκτούσε όλο το βάρος του μεμιάς και έπεφτε σαν τούβλο κάτω στη γη. Του έπαιρνε πολλή ώρα να συνέλθει και να καταλάβει πού βρίσκεται κι ότι δεν χρειάζεται άμεση βοήθεια σε νοσοκομείο.
  Είχε αργήσει να φύγει για να ανοίξει το μαγαζί που δούλευε. Όχι πολύ, μα δεν θα το άνοιγε ένα τέταρτο νωρίτερα όπως έκανε συνήθως. Έβαλε το καθαρό πουκάμισο που είχε από χθες φροντίσει να πλύνει και να σιδερώσει. Δεν είχε άλλο, κι έτσι το 'χε πάντα έννοια να γυρίσει νωρίς για να προλάβει να το πλύνει, να το στεγνώσει πάνω στο καλοριφέρ για όσο το προλάβει ζεστό και μετά να το στεγνώσει με το πιστολάκι και να το σιδερώσει. Αυτό τον κράταγε ξύπνιο ως τις τρεις το πρωί. Όμως ήταν αυστηρός με τον εαυτό του. Δεν ήθελε με τίποτα  να φανεί η φτώχεια του ή αμέλεια στην καθαριότητά του.
   Έφτασε στο μαγαζί ακριβώς την ώρα που έπρεπε να το ανοίξει. Το αγαπούσε το μαγαζάκι που δούλευε, το πρόσεχε και το περιποιούνταν σα να ‘ταν δικό του μα και κάτι παραπάνω, σα να ‘ταν παιδί του. Ένοιωσε λίγο ένοχος, έπρεπε να έχει ξεκινήσει νωρίτερα για να καταθέσει τις εισπράξεις στην τράπεζα, το είχε ξεχάσει όμως, και τώρα, δε θα τα καταφέρει, δεν θα μπορέσει να κάνει κατάθεση στην τράπεζα γιατί θα πρέπει να κλείσει το μαγαζί και να πάει. Κι αν έρθει κάποιος πελάτης και το βρει κλειστό; Α! αυτό δε θα του άρεσε καθόλου, άσε που θα αγχωνόταν μέχρι να επιστρέψει, τόσο, που η πίεση θα γινόταν αφόρητη. Όχι, θα πάει αύριο, κρίμα όμως που δε το σκέφτηκε νωρίτερα.
   Μόλις κάθισε στο γραφείο του κοίταξε το ημερολόγιό του για να θυμηθεί τι πρέπει να κάνει σήμερα και έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά. Τηλέφωνα για παραγγελίες, τακτοποίηση εμπορευμάτων στην αποθήκη του υπολογιστή, τιμολόγηση. Δούλευε ασταμάτητα. Κάποια στιγμή σήκωσε το κεφάλι και έριξε μια ματιά στο διπλανό μαγαζί. Μια λεπτοκαμωμένη μαύρη κοπέλα μιλούσε με την Μαρία, την πωλήτρια. Συνέχισε τις δουλειές που είχε για σήμερα, μα η σκέψη του είχε μείνει δίπλα, για κάποιο λόγο δεν μπορούσε να ξεκολλήσει. Κοίταξε με προσοχή αυτό το πλάσμα που καθόταν τόσο μαζεμένα στην καρέκλα του διπλανού μαγαζιού, άκρη- άκρη σα να φοβάται μην πιάσει χώρο, σα να φοβάται μη λερώσει με την παρουσία της το ακριβό αυτό μαγαζί με τα πολύτιμα κοσμήματα. Κοντούλα και αδύνατη με τα σγουρά μαλλιά της να καταλήγουν σε ένα μικρό  κατάμαυρο θαμνάκι και τα μεγάλα μαύρα μάτια της να στάζουν αγωνία στα σκαμμένα της μάγουλα.
 Περίμενε ανυπόμονα τη στιγμή που η κοπέλα θα έφευγε και θα μπορούσε να μάθει γι αυτήν από την Μαρία.
 Μόλις την είδε να σηκώνεται, ετοιμάστηκε να πάει να ρωτήσει. Δεν θα ήταν και πολύ δύσκολο να μάθει ό, τι ήθελε, γιατί έτσι κι αλλιώς με το που θα πήγαινε δίπλα για ένα γεια, αμέσως θα του έλεγε η Μαρία, πάντα ήταν έτοιμη να του μεταφέρει πληροφορίες.
 Δεν πρόλαβε να βγει καλά-καλά το κορίτσι κι όρμησε μέσα στο μαγαζί. Η Μαρία όμως  άρχισε να μιλά για τον καιρό, το άλλο αγαπημένο θέμα της,  εκτός από τις πληροφορίες για αυτούς που γνωρίζει. Μίλησε κι ο Δημήτρης για τον καιρό με κρυμμένη την ανυπομονησία του.
   -Ναι, είναι πολύ βροχερός ο καιρός σήμερα. Α! έτσι είπανε, πως κι αύριο θα βρέχει;
Και μη χάνοντας ευκαιρία στη σιωπή που επακολούθησε έκανε επιτέλους την ερώτηση για την οποία είχε έρθει.
   -Ποια ήταν αυτή η κοπέλα; Την είδα έτσι πολύ μαζεμένη και μου έκανε εντύπωση.
Η Μαρία δεν περίμενε δεύτερη ευκαιρία για να αρχίσει να διηγείται.



Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

Για ένα διήγημα...



Αφουγκράζομαι το άνοιγμα της καρδιάς μου, αφουγκράζομαι την γένεση, την δημιουργία που γίνεται μέσα μου κι ένας νέος κόσμος ξεκινά από το ξεχείλισμα της ψυχής μου. 
Έτσι γεννήθηκε κι ένα διήγημα που θέλω να αναρτήσω στο blog μου σε συνέχειες κάθε Παρασκευή, ξεκινώντας από αύριο. Ελπίζω να το χαρείτε όσο κι εγώ όταν το έγραφα και συνεχίζω να το γράφω με την πολύτιμη βοήθεια της φίλης μου Γραμματούλας.

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011

Μιλώ…


Μιλώ γιατί υπάρχει ένας ουρανός που με ακούει
Μιλώ γιατί μιλούν τα μάτια σου
Και δεν υπάρχει θάλασσα δεν υπάρχει χώρα
Όπου τα μάτια σου δε μιλούν

Τα μάτια σου μιλούν εγώ χορεύω
Λίγη δροσιά μιλούν κι εγώ χορεύω
Λίγη χλόη πατούν τα πόδια μου
Ο άνεμος φυσά που μας ακούει

Γιώργος Σαραντάρης

Σάββατο 12 Μαρτίου 2011

Σχέδια για το μέλλον…


 Έρχονται στιγμές που θέλω να τακτοποιήσω το μέλλον στα σχέδια του μυαλού μου. Ανοίγω μεγάλα χαρτιά και αρχίζω να σχεδιάζω, τραβώ γραμμές με περισσή βιάση, μετρώ ξανά και ξανά μη τύχει και κάνω κανένα λάθος.

Ξάφνου σταματώ γιατί μια  αγωνία με κυριεύει. Μα, δεν ξέρω τι θα γίνει στο μέλλον…
 Αρχίζω να περπατώ  στο δρόμο σοβαρά προβληματισμένη και τότε βλέπω το παρόν να με περιμένει, ταπεινό κι ήσυχο, εκεί στην γωνία του δρόμου. Και μόνο σαν το κοιτάξω προσεκτικά φωτίζεται ολάκερο και ανοίγει μια τεράστια αγκαλιά να με βάλει μέσα και να μου δείξει όλα όσα ωραία δεν έβλεπα όταν αγωνιούσα για το αύριο. 

 Και μου ανοίγει πόρτες και παραθύρια στον κλειστό μου ορίζοντα και μου δείχνει τα αστέρια και το φεγγάρι, τον ήλιο, τα δέντρα και τα λουλούδια και μου δείχνει και τα άλλα ωραία  της γης και ανοίγει η καρδιά μου και γίνεται κι αυτή ένας μικρός κήπος να φιλοξενεί τα περαστικά πουλιά.

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2011

Στιγμές...

Οι επιθυμίες μας για ανθρώπινη επαφή είναι μικρές φωτίτσες που ζωγραφίζουν  ήλιους σε πρόσωπα, τρυφερά χαμόγελα διαγράφονται, γλυκά βλέμματα, πεταλούδες που πετούνε τρυφερά γύρω από τον άλλο κι αφήνουν χρώματα να σκορπίσουν, χέρια που αποζητούν τον απέναντι να τον φέρουν κοντά, να τον αγκαλιάσουν. Η ψυχή γέρνει σιμά στον άλλο, σα να θέλει να αφουγκραστεί το άλλο κομμάτι της. Η απόσταση χάνεται, η μοναξιά γεμίζει από την ύπαρξη του άλλου.
  Μικρές κρυμμένες στιγμές παραδείσου.

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2011

Κυκλοφορώ κι οπλοφορώ


Κυκλοφορώ κι οπλοφορώ
γιατί ποτέ να σ' αποκτήσω
δεν μπορώ
Γυρνάει στο νου μου ξανά και ξανά. Κι ενώ στην αρχή σκεφτόμουν κανονικά όπλα άρχισα να σκέφτομαι πως κατά κάποιο τρόπο όλοι μας οπλοφορούμε.
Οπλοφορώ γιατί δεν πιστεύω στον εαυτό μου, δεν νοιώθω ήσυχη με ότι είμαι και...
Ζηλεύω την γυναίκα που πλησιάζει τον άντρα μου, φοβάμαι πως θα μου τον πάρει γιατί σίγουρα εγώ δεν του αξίζω!


Φοβάμαι την νύκτα να κυκλοφορώ γιατί τον φόβο τον κουβαλώ μαζί μου συνέχεια και δεν τον ανιχνεύω παρά μόνο στο σκοτάδι που είναι πιο εύκολα ορατός!
Αντιπαθώ την γειτόνισσα διότι μου χαλάει την ησυχία μου! Και βεβαίως-βεβαίως δεν μπορεί αυτή να είναι καλύτερη από μένα, άσε που μπορεί να μη με χωνεύει!


Στεναχωριέμαι που είμαι μόνη μου και δεν μπορώ με τίποτα να βρω φίλους, άλλωστε έπρεπε ήδη να έχουν ζητήσει την παρέα μου  εμένα που είμαι τόσο καλή ενώ όλοι οι άλλοι…!
Γκρινιάζω γιατί τίποτα δεν πάει καλά σε τούτη τη χώρα κι εγώ βοηθώ με την μίζερη στάση μου να συνεχίσει να μην πηγαίνει τίποτα καλά σε αυτή τη χώρα!
 Εκνευρίζομαι με τους άλλους γιατί  θέλουν να μου πάρουν τα πρωτεία μα και τον χώρο μου. Μου θυμίζουν πως δεν είμαι ο μόνος άρχοντας σε τούτο τον κόσμο!


Κυκλοφορώ κι οπλοφορώ και βάζω ανάμεσα σε μένα και στους άλλους την άμυνα μου για να τους δείξω πως...
  -Ξέρεις ποια είμαι εγώ!; Αυτή που σε ξέρει απ' την καλή κι απ' την ανάποδη και θα σε πυροβολήσω πριν με προλάβεις!
Κι όμως δεν έχουμε ιδέα ποιος είναι ο άλλος και πως να τον αντιμετωπίσουμε. Βλέπουμε μόνο τους φόβους μας που κτίσαμε πάνω τους. Φόβος για  τους πραγματικούς άλλους μα και φόβος για να δούμε εμάς! Φόβος και απέραντη μοναξιά.


Γιατί ο άλλος είναι κάτι που μας συμπληρώνει και ποτέ μα ποτέ δε μας αντικαθιστά. Είναι αναντικατάστατος όπως κι εγώ. Είναι μοναδικός όπως κι εγώ. Και μόνο όταν με σεβαστώ και με αναγνωρίσω θα μπορέσω να με αποκτήσω και έτσι να νιώσω πλουσιότερη με αυτό που είμαι κι όχι  κενή με αυτό που νομίζω πως δεν έχω.
 

Σάββατο 5 Μαρτίου 2011

Ελευθερία

  Οι ήχοι της πόλης ακούγονται ως το δωμάτιο μου και σκεπάζουν την μουσική. Αυτοκίνητα που τρέχουν, κορνάρουν ή σταματάνε απότομα αφήνοντας ένα τσίριγμα από τα λάστιχα τους για να συνεχίσουν βεβιασμένα μετά την πορεία τους.
Μόνη σε μια πόλη με εκατομμύρια κατοίκους. Μια πόλη ασφυκτικά γεμάτη που είναι πνιγηρή. 

  
   Οι ήχοι των αυτοκινήτων διακόπτονται από τον ήχο της σειρήνας που τρέχει να διασώσει κάποιον. Σκύλοι γαβγίζουν προσπαθώντας να επικοινωνήσουν μεταξύ τους και να διαπεράσουν τα τσιμεντένια όρια που τους χωρίζουν. Η σειρήνα ακούγεται μακρύτερα κι όλο και μακρύτερα. Άραγε θα προλάβει το κακό; Άραγε θα σωθεί αυτός για τον οποίο τρέχει;


  Μια πόλη που ποτέ δεν σταματά. Που είναι σκληρή με τα παιδιά της, μα τόσο ελκυστική έτσι όπως είναι ντυμένη και φτιασιδωμένη. Πόσο γοητευτική φαντάζει με το προσωπείο της ανωνυμίας, της ελευθερίας!
  Μιας ελευθερίας που όταν βγάλει την μάσκα της μένει κακάσχημη, γυμνή και απέραντα μόνη. Μια αίσθηση παράλογης μοναξιάς. Τόσο, μα τόσο, κοντά τα παιδιά της πόλης, που λες και θέλει με αυτό τον τρόπο να τονίσει το τόσο μακριά των ψυχών τους. Άραγε αυτή την ελευθερία είναι που αποζητάμε; Αυτό ζητάει η ψυχή μας;

  
   Ποια είναι τα πραγματικά δεσμά μας; Σπάνε μέσα στην ανωνυμία του πλήθους και του μπετόν; Πόσο πραγματικά ελεύθεροι είμαστε όταν δεν μας ξέρουν; Από τι θέλουμε τελικά να ξεφύγουμε;
  Σίγουρα δεν θέλω αυτή την αίσθηση που έχω όταν είμαι στο χωριό μου, του ανθρώπου που παρακολουθείται.


 Oι κινήσεις του δε θα περάσουν απαρατήρητες. Είναι κάτι που μου ξυπνάει μια εφηβική αντίδραση, να, σα να θέλω κάτι να αποδείξω, μα σε ποιόν;, ότι δε με νοιάζει ποιος με κοιτά ή γιατί με κοιτά, κι ίσως προσπαθήσω να αδιαφορήσω επιδεικτικά.
  Άλλες φορές εξανίσταμαι για την αδιακρισία τους που με κοιτούν και με παρακολουθούν κατά πόδας.
Ενίοτε γυρίζω και τους κοιτάζω κατάματα για να τους ξεμπροστιάσω βεβαιώνοντας τους με τον τρόπο μου ότι καταλαβαίνω αυτό που κάνουνε.
  Πολύ συχνά με απασχολεί το θέμα της ελευθερίας και τι ακριβώς εννοούμε όταν λέμε ελευθερία. Τι αντίκτυπο έχει μέσα μας αυτή η λέξη; Τι βιώματα και πόσο διαφορετικά μπορεί να μας έχουν επηρεάσει.


  Όμως τι είναι αυτό που μας κάνει να νοιώσουμε ελεύθεροι κι ωραίοι. Γιατί ελευθερία που μας αγριεύει και μας κάνει να νοιώθουμε ανασφαλείς μόνο επιθυμητή δεν μπορεί να είναι. Με τον καιρό αυτή η ελευθερία δεν μας αρκεί. Δεν μας  κάνει να νοιώθουμε καλά γιατί μια τρύπα ανοίγει όλο και πιο πολύ στην παγωμένη πλέον καρδιά μας και σιγά-σιγά μας τραβά προς τα κάτω όλο και πιο πολύ. Σαν κάτι να λείπει, σαν κάτι να αποζητάμε, με λαχτάρα, να κάνουμε κι εμείς, να γίνουμε κάτι για κάποιον, να μας προσέξουν κι εμάς που είμαστε τόσο θλιβερά μόνοι. Κι όσο αυτό το κάτι απέχει από μας τόσο και βουλιάζουμε στην θλίψη και βρίσκει εύφορο έδαφος η βία, το μίσος που μας σπρώχνει να δεθούμε σε "δυναμικές" κινήσεις που έχουν σημαία τα περί ελευθερίας. Μα και πάλι μόνοι καταλήγουμε, μόνοι κι άσχημοι.
 Νύχτωσε και το σκοτάδι έχει τυλίξει απαλά όλη την πόλη,
Μικρά φωτάκια έχουν ανάψει στους δρόμους και στα σπίτια.
Ο αέρας φυσάει για να διώξει τα δύσκολα της μέρας μακριά.
Η μουσική βγαίνει από τα ηχεία και απλώνει τις νότες στο χώρο, χρώματα και εικόνες με πλημμυρίζουν.
  Κι αύριο μέρα είναι...

Πέμπτη 3 Μαρτίου 2011

Μια μυγδαλιά και δίπλα της…


 
Μια μυγδαλιά και δίπλα της,
εσύ. Μα πότε ανθίσατε;
Στέκομαι στο παράθυρο
και σας κοιτώ και κλαίω.

Τόση χαρά δεν την μπορούν
τα μάτια.
Δος μου, Θεέ μου,
όλες τις στέρνες τ’ ουρανού
να στις γιομίσω.

Νικηφόρος Βρεττάκος

Τρίτη 1 Μαρτίου 2011

Οι δυνατότητες

   Θυμάμαι κάποτε που πρωτόμαθα να οδηγώ, πόσο ευτυχής ήμουν.
   Έκανα χιλιόμετρα οδηγώντας και πάντα με ένα κρυφό καμάρι για τις δυνατότητες μου σαν οδηγού, που αν και νέα τα κατάφερνα καλά, αλλά και για τις δυνατότητες του μεταχειρισμένου αυτοκινήτου που είχα επιλέξει. Έτσι ξεκίνησα μια εκδρομή στο βουνό, πολύ χαρωπή και με την αφελή σιγουριά του πρωτάρη.
   Οι στροφές πλήθαιναν κι η ανηφοριά όλο και μεγάλωνε ώσπου το αυτοκινητάκι μου σταμάτησε να "τραβά" όσο έπρεπε κι η ανηφόρα άρχισε να έχει την μορφή της κατηφόρας, με το αυτοκίνητο να έχει αντίθετη πλέον κατεύθυνση, αυτή της οπισθοχώρηση. Με έπιασε πανικός κι άρχισα να πατώ το γκάζι ως τέρμα.

   Το πατούσα κι ο πανικός είχε αρχίσει να με κυριεύει. Αυτοκίνητα  μαζεύονταν από πίσω μου κι κορναρίσματα ακούγονταν, κάποιοι με προσπερνούσαν και με κάποια ζήλια έβλεπα πως νταλίκες κι αυτοκίνητα σαν το δικό μου ανέβαιναν την ανηφόρα άνετα.

   Ήμουν έτοιμη να κατέβω και να το παρατήσω,  να το αφήσω σε όποιον θα κατάφερνε να το "κάνει" να ανηφορίσει…
   Μια σκέψη γύρισε στο μυαλό μου.


   Αφού δεν "τραβάει", θα κατεβάσω ταχύτητα. Έτσι κι έγινε! Μόλις τό' κανα άρχισε να αντιστρέφεται η καθοδική πορεία στον ανήφορο και να γίνεται ανοδική, όμως ήθελε κι άλλο "κατέβασμα", ώσπου το αυτοκίνητο πήρε τα "πάνω" του.
   Σκέφτομαι, ότι πολλές φορές η προσπάθεια στην καθημερινή ζωή είναι ότι έχω ανάγκη από μια πιο ψύχραιμη ματιά και ένα πιθανό κατέβασμα ταχύτητας όταν δεν τραβάω... 

    
Κι αντί να δώσω στον εαυτό μου τη δυνατότητα να κατεβάσει ταχύτητα, αρχίζω να γεμίζω ενοχές που δεν τα καταφέρνω. Λίγη κατανόηση στις δυνατότητες μου και η αποδοχή ότι τόσο μπορώ γαληνεύει, ησυχάζει την ψυχή μου και νέα δύναμη παίρνω για να ανέβω στην επόμενη στροφή τον ανήφορο.


Αφιερωμένο στην Κ!