Πέμπτη 27 Ιουνίου 2013

Θάλασσα





"Μικρό κυκλαδίτικο αγαλματάκι
που πλέει ανάμεσα στα νησιά.
Θάλασσα-αυλή για παιχνίδι
θάλασσα-αγρός για θερισμό..
αρκεί να τη δρασκελίσεις,
για να βρεθείς απέναντι!

Το απέναντι αέναα ορισμένο,
ορατό, καθορισμένο και αόρατο.

Σημαία και καμπαναριό
σταυρώνουν το πέλαγος."

Ν. Α.


Σάββατο 22 Ιουνίου 2013

Ανάσα Ζωής..





Χαρές και λύπες... Εκεί που θαρρείς πως έφτιαξαν τα πράγματα, εκεί να σου κι εμφανίζεται το επόμενο πρόβλημα. Εκεί που έχεις τεράστια προβλήματα, στεναχώριες και μπερδέματα, εκεί κι εμφανίζονται οι λύσεις κι οι απαντήσεις.
Κι αυτή είναι η ζωή!

Όλα αυτά τελειώνουν με το τέλος της ζωής μας! Εκεί που δεν υπάρχει πόνος, μήτε στεναγμός, αλλά ζωή αιώνια. Εκεί που η Βασιλεία είναι του Κυρίου και μόνο.

Τι γλυκιά αίσθηση που είναι η μνήμη του παραδείσου! Τι γλυκιά προσμονή είναι αυτή! Τόση, που μου δίνει δύναμη να συνεχίσω να ζω και να αντιμετωπίζω την καθημερινότητα με υπομονή και καρτερία. Αυτό το επέκεινα που αρχίζει από τώρα, αυτό το μετά, που χωρίς την εδώ ζωή, είναι ένα παραμύθι για μικρά παιδιά!

Χωρίς αυτή την πίστη δεν μπορώ να βρω νόημα στην εδώ ζωή.
Χωρίς Εσένα να με βαστάει, να με συντροφεύει, να μου κρατά το χέρι... τι μένει; Μόνο το χώμα, μόνο η γη...

Η Ανάσα Σου με ανεβάζει σε μιαν άλλη υπόσταση.
Με δημιουργεί σε κάτι άλλο. Σε κάτι ιδιαίτερο! Δεν είμαι μόνο φαγητό, δεν είμαι μόνο επιτυχία ή αποτυχία! Είμαι το «ον» που συμμετέχει στη Δημιουργία! Είμαι το «ον» που Ζει, είμαι η οντότητα που μπορεί να είναι παιδί Θεού! Μα τι μεγάλο δώρο! Μα τι χαρά είναι αυτή! Ουράνια χαρά! Μοναδική! Αποκτά ο πηλός τη δυνατότητα να ανέλθει σε θείες οπτασίες!

Η παιδικότητα γίνεται απλότητα «εν γνώσει», η αφέλεια γίνεται αγάπη και η γνώση γίνεται δημιουργία! Τι μεγαλειώδες δώρο μας έδωσες Κύριε! Πόσο μας αγάπησες και μας αγαπάς! Πόσο μακρόθυμα μας υπομένεις! Πόσο μεγάλος είναι ο Παράδεισος που έφτιαξες για εμάς! Πόσα πλούτη μας παρέχεις! Πόσο Μέγας Είσαι!

[Ψυχοσάββατο σήμερα..
.. σαν Μνημόσυνο, της μητέρας μου και του πατέρα μου.]





Παρασκευή 21 Ιουνίου 2013

Η ευχαριστία






"Σαν εκκλησιά
που ο κόσμος της για λιτανεία πάει
και το λιβάνι και η σιωπή -
μέσα από ύμνο και θυσία -
μπορούν αχώρητες και αβάσταχτες φωνές
να τις βαστάξουν.
Ποιον πρώτα
και για πόσο
να προφτάσω;
Και η μοναξιά
ζητά κι αυτή ευχαριστία"

Ν. Α.


Σάββατο 15 Ιουνίου 2013

Ο ποιητής της καθημερινότητας



Σκόρπιες διαδρομές
ίδιες και άλλες
σα μονοπάτι
στο βράχο της θέας -
σε χαμηλών σπιτιών περβάζια
μικρές νεράιδες
διασκεδάζουν τη θλίψη
των μεγάλων.
Και γω αναζητώ τον ποιητή
που τρέφεται με την αγία
καθημερινότητα.

Ν. Α.




Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013

Τα πολύτιμα δώρα της ειρήνης





Η κούραση κόπασε, σκόνταψε στου μεσημεριού τη ραστώνη.
Τέλεψαν οι δυσεπίλυτες λύσεις.
Το τρεχαλητό σταμάτησε κι η ανάσα βρήκε επιτέλους την έξοδο.
Δεν τελείωσε της βιοπάλης το μονοπάτι, άλλωστε αυτό είναι συγχρόνως και ο δρόμος της ζωής, μα σταμάτησε ο πόλεμος, σταμάτησε ο ατελέσφορος αγώνας.
Περπατάς στο δρόμο με τις καστανιές και τα πουλιά τραγουδούν.
Ησύχασε, δεν χρειάζεται να αγωνιστείς παρά μόνο για την σήμερον!
Επιστρέφει το παιδί που το είχες παραμελήσει και θες να το υποδεχτείς με μια μεγάλη αγκαλιά, να καθίσετε στο τραπέζι για να γευτείτε τη συνάντηση.
Όταν το χώμα στρέφεται στον ουρανό, στρώνεται στη γη μαργαριταρένιο χαλί.
Για να μοιάζει του ουρανού το στερέωμα.
Μικρές καθημερινές, υπέροχες στιγμές!
Ω! Μα πόσο ανόητοι είμαστε, όταν δεν εκτιμούμε τα πολύτιμα δώρα της ειρήνης...!


Παρασκευή 7 Ιουνίου 2013

Άνω ζητώ..





Να σκάψω, να σκαλίσω το χώμα της ψυχής μου
να ψάξω, να ελευθερώσω αυτόν το σπόρο της αγάπης,
της ελευθερίας.
Αναζητώ το όμορφο -
τις πέτρες και τα κεραμίδια,
το θόλο και τις καμάρες -
που θα στεγάσουν τον πόθο μου.
Αναζητώ το ρυθμό
που θα εναρμονίσει τις κινήσεις της ψυχής μου.
Αναζητώ... ξανά ζητώ... Άνω ζητώ...

Ν. Α.






Κυριακή 2 Ιουνίου 2013

Το ταξίδι...



Σηκώθηκε πρωί-πρωί και χωρίς να πιει ούτε καφέ, μάζεψε τα πράγματα της κι έφυγε.
Μπήκε με γρήγορες, βιαστικές κινήσεις στο αυτοκίνητο, έβαλε μπρος και ξεκίνησε για το ταξίδι ολομόναχη. Αυτή κι οι σκέψεις της που τρέχανε να κρυφτούν.
Βιαζόταν να φύγει από αυτή την πόλη που τη στένευε, που της στερούσε τον αέρα.


Σε λίγο, όταν πια απομακρύνθηκε, έβαλε μουσική και συνέχισε να οδηγεί χωρίς να σκέφτεται. Κοίταζε τα σύννεφα που έκρυβαν το φως του ήλιου που ανέτειλε, κοίταζε τους γλάρους που ελεύθεροι από κάθε βαρύτητα, αιωρούνταν στον ουρανό.
Προορισμός η Μονεμβασιά. Την ήξερε από το καλοκαίρι που είχε πρωτοπάει. Δεν ήθελε κάτι νέο, την τράβαγε κάτι οικείο μα και άγνωστο. Που και που ένοιωθε πως έπρεπε να ανασάνει πολύ βαθιά, λες κι ο αέρας που την κράταγε στη ζωή τέλειωνε απότομα και χρειαζόταν κατεπειγόντως ανεφοδιασμό.

Προσπάθησε να βάλει σε μια σειρά τις σκέψεις της. Πνιγόταν και έψαχνε απαντήσεις στο κουβάρι του πόνου που ένοιωθε να ξετυλίγεται μέσα της. Να ξετυλίγεται; Δεν ήταν σίγουρη ότι μπορούσε να ξεχωρίσει αν ξετυλιγόταν ή αν μπερδευόταν περισσότερο.
Η άσφαλτος, μια κυλιόμενη λωρίδα, που έτρεχε κάτω από το αυτοκίνητο κουραστικά μονότονα, σχεδόν θλιβερά, χωρίς ελπίδα διεξόδου.
Της φάνηκε πως έφτασε γρήγορα, αν και η αδημονία της γι’ αυτή τη στιγμή την συντρόφευε εδώ κι αιώνες...


Αφού χαιρετίστηκε με την ιδιοκτήτρια του πανδοχείου, πήρε το κλειδί και κατευθύνθηκε βιαστικά στο δωμάτιο της. Μπήκε, άφησε τα πράγματά της κάτω κι όρμησε στο μπάνιο λαχταρώντας να αφήσει στο σιφόνι του, όλη την κούραση και την σκόνη της πόλης.
Βγήκε από το ντους κι ένα χαμόγελο ανακούφισης διαγράφηκε στο πρόσωπό της!
Κάθισε στο κρεβάτι, ακούμπησε πίσω και στάθηκε κοιτώντας τον βράχο της Μονεμβασιάς. Σκεφτόταν πως έχει πολλά κοινά με αυτόν τον μοναχικό βράχο καταμεσής στη θάλασσα.

Η φαντασία της άρχισε να γυροφέρνει στα σοκάκια της ιστορικής πόλης.  Ο καλπασμός των αλόγων πάνω στα πετρόχτιστα μονοπάτια ακουγόντουσαν απειλητικός.  Οι οπλές τους είχαν πάρει φωτιά κάτω από την πίεση των πειρατικών σπιρουνιών κι αντηχούσαν μακριά. Αλαφιασμένοι άνθρωποι έτρεχαν και φώναζαν φοβισμένοι για να γλιτώσουν, μα οι κραυγές αγωνίας έφταναν σε έναν ουρανό, φαινομενικά απαθή.

Πόσες φορές στάθηκε αυτός ο βράχος μάρτυρας φρικτών πλιάτσικων μα και μεγάλων χαρών! Ένας βράχος που κάποια στιγμή γεννήθηκε από τα σπλάχνα της θάλασσας, σε κάποιο σεισμό και έμεινε εκεί ακλόνητος, να θυμίζει το μεγαλείο που κρύβει η φύση μέσα της.


Μια σκέψη, της ξύπνησε την αγωνία για την επόμενη έμπνευση που παραμόνευε στην ψυχή της και επανήλθε με μιας στο δωμάτιο. Πήρε το λάπτοπ στα πόδια της, για να αρχίσει να γράφει. Όλος ο εαυτός της έγινε ένα, όλα της τα κομμάτια μαζεύτηκαν σιμά της με αξιοσέβαστη προσοχή, υπάκουα μα κι ανυπόμονα να μπουν σε γραμμές.
Ο υπολογιστής έγινε καταφύγιο για τα τρομαγμένα πουλιά, έγινε χωράφι που έσπειρε τις εικόνες της, ποτάμι για να πλυθούν τα κρυμμένα της συναισθήματα.

Πέρασαν ώρες πολλές, χωρίς να το καταλάβει. Μα άλλο ένα γεγονός της ζωής της πέρασε στην αθανασία, μέσα από το καινούργιό της διήγημα που άρχισε να παίρνει μορφή.
Αποφάσισε να πάει μια βόλτα στην καστροπολιτεία, που τόσο πολύ αγαπούσε. Ντύθηκε και βγήκε έτοιμη να απολαύσει, σαν νιογέννητη, εικόνες και καταστάσεις.

Βρήκε το λεωφορείο, που ανεβαίνει προς το κάστρο, έτοιμο να αναχωρήσει για την ιστορική πόλη, που είναι κρυμμένη πίσω απ’ τα τείχη.  Πήδηξε μέσα γρήγορα και χάρηκε που πρόλαβε τον ήλιο τη στιγμή που έδυε κι έτσι μπόρεσε να χαρεί το βαθύ μπλε του ουρανού και της θάλασσας ανηφορίζοντας τη στενή λωρίδα γης.


Το στερέωμα του ουρανού έμοιαζε σαν παλέτα στημένη πάνω στην θαλάσσια ράχη, που ριγούσε απαλά στο πέρασμα του ανέμου. Κάποια πουλιά πετούσαν προς την πόλη, για να περάσουν τη νύχτα τους, κουρνιάζοντας προστατευμένα στα ερείπια της παλιάς ακρόπολης.

Επιτέλους θα ξαναπερπάταγε στα σοκάκια της πόλης, θα χανόταν στην αγκαλιά της...