Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2012

Η διαδρομή...

Φοβόμαστε την χρεοκοπία, τους μικρούς μισθούς, την ακρίβεια, την επιβίωση. Δεν ξέρουμε από πού να πιαστούμε, ποιούς να πιστέψουμε και τί είναι αλήθεια και τί ψέμα.
 Στα χαμένα συζητούν οι άνθρωποι. Ο πόνος και η αγωνία μπερδεύονται με την αποδοχή των ευθυνών, μεγάλο όμως το βάρος και αμέσως προσφεύγουμε σε εύρεση υπευθύνων. Παντού, όπου σταθείς κι όπου βρεθείς, οι συζητήσεις περί κρίσης δίνουν και παίρνουν.
 Έτσι, ενώ περίμενα, στην στάση για να έρθει το τρόλεϊ, άκουγα την συνομιλία από έναν άντρα και μια γυναίκα, μάλλον συνταξιούχοι, να λένε πόσο πιο δύσκολη έγινε η ζωή μας σήμερα.
- Δεν υπάρχουν δουλειές, θυμάσαι πόσο εύκολο ήταν να βρεις δουλειά πριν είκοσι-τριάντα χρόνια; Χτύπαγες δέκα πόρτες και στις πέντε σε έπαιρναν. Καθόσουν ένα μήνα κι αν δε σου άρεσε έφευγες να πας σε άλλη.
- Άστα! Σήμερα είναι πολύ δύσκολα. Κι έτσι όπως έχουμε μάθει τα παιδιά μας δυσκολεύονται ακόμη πιο πολύ. Να, ο γιος μας, τριάντα έξι χρονών και μου λέει πως φοβάται να παντρευτεί, γιατί αν τον σταματήσουν από τη δουλειά θα πρέπει να κρέμεται από τον μισθό της γυναίκας του...αν κάνουν κι ένα παιδάκι και μείνει κι η γυναίκα του χωρίς δουλειά πάει τελείωσε, θα πρέπει να πάρει δύο άτομα στο λαιμό του... Μωρέ  δίκιο δεν έχει; ... βλέπεις  κάθε μέρα και χειρότερα, αναφέρει ο άντρας. Μετά από αυτά τα σίγουρα προγνωστικά, ικανοποιημένοι κι οι δύο, παίρνει το λόγο η γυναίκα:
-Και το λέω στον άντρα μου να μην το πιέζει το παιδί...Πού να πάει να βρει δουλειά; Μα δεν βλέπει τι γίνεται; Είναι τριάντα χρονών και δε βρίσκει τίποτα. Με τόσα πτυχία, τόσες σπουδές... Πάνε όλα, εμείς φταίμε που χάλασαν όλα, εμείς μαυρίσαμε το μέλλον των παιδιών μας. Η δική μας γενιά ευθύνεται.
 Μπαίνουμε στο τρόλεϊ, που εντωμεταξύ έχει έρθει, και εκεί δύο άλλοι έχουν ανακαλύψει τον υπαίτιο για το θέμα της κρίσης:
-Είδες που μας έφεραν, είδες θέλουν να μας εξαφανίσουν από προσώπου γης. Αυτοί φταίνε για όλα, πάντα πίσω από όλα είναι οι Εβραίοι.
Κι απαντάει ο άλλος θέλοντας να βοηθήσει τον προηγούμενο συνομιλητή του με μια ιστορική αλήθεια
- Μα γι αυτό κι ο Χίτλερ θέλησε να τους εξαφανίσει από προσώπου γης. Άτιμη ράτσα είναι. Κι αυτός ο Κίσινγκερ, εκατό χρόνια τώρα, ζει, το ξέρεις; αυτός είναι πίσω από όλα, αυτός ο Εβραίος που θέλει να εξαφανίσει τη χώρα μας, ο άτιμος!
Στην επόμενη στάση μπαίνει κάποιος και προσπαθεί να ακυρώσει το εισιτήριο μα δεν τα καταφέρνει με την πρώτη. Του λένε να το γυρίσει και να ξαναπροσπαθήσει.
- Αφού δεν έπιασε με την πρώτη να έρθει το κράτος να το φτιάξει! Εγώ δοκίμασα και δε με ενδιαφέρει. Να έρθουν οι κερατάδες να το φτιάξουν, οι αλήτες.
Μια γυναίκα πιο πέρα φωνάζει πως την έκλεψαν και δε θα αφήσει κανέναν να κατέβει αν δεν έρθει η αστυνομία να μας ψάξει όλους έναν προς έναν.
-Ωχ! λέει κάποιος, θα αργήσω στον γιατρό.
Όμως η εμπεριστατωμένη άποψη και απόφαση έρχεται, να μας λυτρώσει από την πιθανή καθυστέρηση, από κάποιον που ανακοίνωσε πως οι κλέφτες έχουν φύγει ήδη από την μεσαία πόρτα. Γιατί, αυτός που μας το λέει, τους ξέρει, τους αναγνωρίζει μόλις τους δει και για αυτό θέλει τώρα να τους περιγράψει και στον υπόλοιπο κόσμο πως είναι:
- Ο ένας είναι κοντός με τραγιάσκα, και οι άλλοι δύο μεσαίοι. Παίρνει ο ένας το πορτοφόλι και αμέσως το δίνει στον άλλο, ο οποίος φεύγει άμεσα. Άρα αυτός που νομίζεις πως σε έκλεψε δεν έχει πάνω του τίποτα, είναι καθαρός. Τους ξέρω εγώ, τους έχω δει, λέει με νόημα.
Πίσω μου μια γυναίκα μιλάει στο κινητό τουλάχιστον όση ώρα είμαι μέσα, περίπου είκοσι λεπτά.
- Μου είπε να διαλέξω ό,τι δώρο θέλω, αλλά, να σου πω, δεν έχω κέφι με όλη αυτή την οικονομική δυσχέρεια... Να μωρέ, ξέρεις, ο κόσμος δεν έχει λεφτά, φοβάμαι κι εγώ μη μας τύχει κάτι. Από την άλλη όμως, πρέπει να πάω να αγοράσω κάτι, γιατί σκέφτομαι κι όλα αυτά τα μαγαζιά τι θα κάνουν αν σταματήσουμε να αγοράζουμε. Δίπλα στην αδερφή μου, στο καφέ που δουλεύει, της είπανε από το χρυσοχοείο, που τους πάει τον καφέ καθημερινά, πως μετράνε μέρες για να κλείσουν... Δεν έχουν δουλειά καθόλου. Πρέπει να βοηθήσουμε για να μη κλείσουν τα μαγαζιά, ξέρεις πόσος κόσμος θα μείνει άνεργος;...
Μετά από μια σιωπή που φαίνεται πως κάτι της έλεγε ο συνομιλητής της στο κινητό, με πολύ συμπάθεια απαντάει:
-Άντε τώρα τι είναι αυτά που λες, μα τι έπαθες; Γιατί σκέφτεσαι τόσο μαύρα; Όλοι θα βοηθήσουμε αν μείνεις άνεργος. Υπάρχει περίπτωση να σε αφήσουμε έτσι;
Και η συμπαράσταση της κυρίας, η επιθυμία της να σταθεί σε γνωστούς και αγνώστους με έφτασε στον προορισμό μου. Το τρόλεϊ συνέχισε το ταξίδι στους δρόμους της Αθήνας για να φτάσει στο γνωστό του; τέρμα... μιας πορείας γνωστής από παλιά στην Ελλάδα που ξαναπέρασε κι άλλες φορές την κρίση και τον κίνδυνο της χρεοκοπίας όπως λέει και το τραγουδάκι μιας άλλης εποχής:



Συνθέτης Ρούκουνας. Έτος ηχογρ. 1933:
 "Οι φόροι και τα κόματα φέραν αυτή την κρίση που κάνανε τον άνθρωπο να μη μπορεί να ζήσει. Κι όλο τη φτώχια πολεμά..."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου