Κυριακή 2 Ιουνίου 2013

Το ταξίδι...



Σηκώθηκε πρωί-πρωί και χωρίς να πιει ούτε καφέ, μάζεψε τα πράγματα της κι έφυγε.
Μπήκε με γρήγορες, βιαστικές κινήσεις στο αυτοκίνητο, έβαλε μπρος και ξεκίνησε για το ταξίδι ολομόναχη. Αυτή κι οι σκέψεις της που τρέχανε να κρυφτούν.
Βιαζόταν να φύγει από αυτή την πόλη που τη στένευε, που της στερούσε τον αέρα.


Σε λίγο, όταν πια απομακρύνθηκε, έβαλε μουσική και συνέχισε να οδηγεί χωρίς να σκέφτεται. Κοίταζε τα σύννεφα που έκρυβαν το φως του ήλιου που ανέτειλε, κοίταζε τους γλάρους που ελεύθεροι από κάθε βαρύτητα, αιωρούνταν στον ουρανό.
Προορισμός η Μονεμβασιά. Την ήξερε από το καλοκαίρι που είχε πρωτοπάει. Δεν ήθελε κάτι νέο, την τράβαγε κάτι οικείο μα και άγνωστο. Που και που ένοιωθε πως έπρεπε να ανασάνει πολύ βαθιά, λες κι ο αέρας που την κράταγε στη ζωή τέλειωνε απότομα και χρειαζόταν κατεπειγόντως ανεφοδιασμό.

Προσπάθησε να βάλει σε μια σειρά τις σκέψεις της. Πνιγόταν και έψαχνε απαντήσεις στο κουβάρι του πόνου που ένοιωθε να ξετυλίγεται μέσα της. Να ξετυλίγεται; Δεν ήταν σίγουρη ότι μπορούσε να ξεχωρίσει αν ξετυλιγόταν ή αν μπερδευόταν περισσότερο.
Η άσφαλτος, μια κυλιόμενη λωρίδα, που έτρεχε κάτω από το αυτοκίνητο κουραστικά μονότονα, σχεδόν θλιβερά, χωρίς ελπίδα διεξόδου.
Της φάνηκε πως έφτασε γρήγορα, αν και η αδημονία της γι’ αυτή τη στιγμή την συντρόφευε εδώ κι αιώνες...


Αφού χαιρετίστηκε με την ιδιοκτήτρια του πανδοχείου, πήρε το κλειδί και κατευθύνθηκε βιαστικά στο δωμάτιο της. Μπήκε, άφησε τα πράγματά της κάτω κι όρμησε στο μπάνιο λαχταρώντας να αφήσει στο σιφόνι του, όλη την κούραση και την σκόνη της πόλης.
Βγήκε από το ντους κι ένα χαμόγελο ανακούφισης διαγράφηκε στο πρόσωπό της!
Κάθισε στο κρεβάτι, ακούμπησε πίσω και στάθηκε κοιτώντας τον βράχο της Μονεμβασιάς. Σκεφτόταν πως έχει πολλά κοινά με αυτόν τον μοναχικό βράχο καταμεσής στη θάλασσα.

Η φαντασία της άρχισε να γυροφέρνει στα σοκάκια της ιστορικής πόλης.  Ο καλπασμός των αλόγων πάνω στα πετρόχτιστα μονοπάτια ακουγόντουσαν απειλητικός.  Οι οπλές τους είχαν πάρει φωτιά κάτω από την πίεση των πειρατικών σπιρουνιών κι αντηχούσαν μακριά. Αλαφιασμένοι άνθρωποι έτρεχαν και φώναζαν φοβισμένοι για να γλιτώσουν, μα οι κραυγές αγωνίας έφταναν σε έναν ουρανό, φαινομενικά απαθή.

Πόσες φορές στάθηκε αυτός ο βράχος μάρτυρας φρικτών πλιάτσικων μα και μεγάλων χαρών! Ένας βράχος που κάποια στιγμή γεννήθηκε από τα σπλάχνα της θάλασσας, σε κάποιο σεισμό και έμεινε εκεί ακλόνητος, να θυμίζει το μεγαλείο που κρύβει η φύση μέσα της.


Μια σκέψη, της ξύπνησε την αγωνία για την επόμενη έμπνευση που παραμόνευε στην ψυχή της και επανήλθε με μιας στο δωμάτιο. Πήρε το λάπτοπ στα πόδια της, για να αρχίσει να γράφει. Όλος ο εαυτός της έγινε ένα, όλα της τα κομμάτια μαζεύτηκαν σιμά της με αξιοσέβαστη προσοχή, υπάκουα μα κι ανυπόμονα να μπουν σε γραμμές.
Ο υπολογιστής έγινε καταφύγιο για τα τρομαγμένα πουλιά, έγινε χωράφι που έσπειρε τις εικόνες της, ποτάμι για να πλυθούν τα κρυμμένα της συναισθήματα.

Πέρασαν ώρες πολλές, χωρίς να το καταλάβει. Μα άλλο ένα γεγονός της ζωής της πέρασε στην αθανασία, μέσα από το καινούργιό της διήγημα που άρχισε να παίρνει μορφή.
Αποφάσισε να πάει μια βόλτα στην καστροπολιτεία, που τόσο πολύ αγαπούσε. Ντύθηκε και βγήκε έτοιμη να απολαύσει, σαν νιογέννητη, εικόνες και καταστάσεις.

Βρήκε το λεωφορείο, που ανεβαίνει προς το κάστρο, έτοιμο να αναχωρήσει για την ιστορική πόλη, που είναι κρυμμένη πίσω απ’ τα τείχη.  Πήδηξε μέσα γρήγορα και χάρηκε που πρόλαβε τον ήλιο τη στιγμή που έδυε κι έτσι μπόρεσε να χαρεί το βαθύ μπλε του ουρανού και της θάλασσας ανηφορίζοντας τη στενή λωρίδα γης.


Το στερέωμα του ουρανού έμοιαζε σαν παλέτα στημένη πάνω στην θαλάσσια ράχη, που ριγούσε απαλά στο πέρασμα του ανέμου. Κάποια πουλιά πετούσαν προς την πόλη, για να περάσουν τη νύχτα τους, κουρνιάζοντας προστατευμένα στα ερείπια της παλιάς ακρόπολης.

Επιτέλους θα ξαναπερπάταγε στα σοκάκια της πόλης, θα χανόταν στην αγκαλιά της...





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου