Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2013

Ταξιδεύοντας







Φεύγοντας από την πόλη, βαρύς, μουτζούφλης και
κλειδαμπαρωμένος μέσα σου, συμβαίνει μερικές φορές να
εκτεθείς στη θέα ενός δειλινού. Τέτοιας γοητείας, που μέσα σε λίγες στιγμές, δεν μπορείς παρά να παραδεχθείς, πως έχεις μαγευτεί ολότελα από αυτό που αντικρίζουν τα μάτια σου.

Η βουή της πόλης έχει σιγήσει και καθώς το αυτοκίνητο ανηφορίζει με σκέρτσο τον δρόμο του, βρίσκεις επιτέλους την
ηρεμία που ζητούσε μέρες τώρα η ψυχή σου, μα έκανες πως δεν την άκουγες.

Ώρα για περισυλλογή λοιπόν, ατενίζοντας το υπέροχο θέαμα που σου προσφέρει του ήλιου το φευγιό, στης ημέρας τη χάση. Παιχνίδια του φωτός στα σύννεφα, κάθε στιγμή και λίγο διαφορετικά, κάθε λεπτό μοναδικό. Πραγματικό έργο τέχνης.

Ένα έργο, που τόσο γενναιόδωρα σε καλεί η φύση να παρακολουθήσεις, ανώτερο σίγουρα από πολλούς πίνακες
ζωγραφικής ή ταινίες που κόστισαν χρήματα πολλά. Έργο, που στο γκρίζο της πόλης, σου διαφεύγει έτσι απλά, κάθε μέρα. Όμως αυτό είναι εκεί, πιστό στο ραντεβού του και να που σήμερα τα κατάφερες· ήδη κάπου ταξιδεύεις μαζί του.

Ο δρόμος προχωρά και η μία στροφή διαδέχεται την επόμενη, συνεπής και αυτή όπως και η προηγούμενη στην αποστολή της:
να συνεχιστεί το ταξίδι εγγύτερα στον προορισμό. Όμοια και οι
σκέψεις, η μία οδηγεί στην άλλη και όλες μαζί δίνουν στον νου ευκαιρίες βαθέως στοχασμού, μια απαραίτητη αλλαγή από την επιπόλαιη καθημερινότητα που έχεις συνηθίσει.

Ο ήλιος κοντεύει να χαθεί πια στον ορίζοντα, ακολουθώντας τη δική του διαδρομή. Η δική σου όμως τελειώνει εδώ. Μόλις έφθασες. Το αυτοκίνητο σταματάει έξω από την πέτρινη μάντρα· κοιτώντας γύρω, ίσα που διακρίνεις το καθολικό στο μισοσκόταδο. Κατεβαίνεις και πηγαίνοντας προς τα μέσα, νιώθεις ακόμη να ταξιδεύεις.   
          



Πλησιάζοντας τον ναό, μέσα στη σιγή του απόβραδου, συνέρχεσαι. Το περίτεχνο χτίσιμο, η πρόσοψη, ο τρούλος.., όλο το εξωτερικό παιχνιδίζει με το μυαλό σου, που προτρέχει να συνθέσει ολόκληρη τη δομή του κτιρίου, μαζί με όσα δεν φαίνονται.

Προσκυνάς στον πρόναο, ανάβεις κερί. “Το φως κόντρα στο σκοτάδι του κόσμου”, είχε πει ένας αδελφός. Με τον συμβολισμό στο μυαλό σου, το βλέμμα σου κοντοστέκεται για μια στιγμή στη φλόγα που ανάβοντας, τρεμοπαίζει.
Θαρρείς πασχίζει να κρατηθεί επάνω στο σχοινί, να παύσει το τρεμούλιασμα. Διδάσκεσαι που τη βλέπεις να στεριώνεται, να ισορροπεί και να δυναμώνει.

Πάλι προσκυνάς και προχωράς πιο μέσα. “Εισελεύσομαι, εις τον οίκον σου” ακούγεται, σε ήχο δωρικό μα τόσο σαγηνευτικό. Απολαμβάνεις την σύμπτωση, να μπαίνεις στον ναό ακούγοντας τούτα τα λόγια, κάτι σαν σκηνοθεσία. Μάλλον λάθος νόμισα, δεν τελείωσε κανένα ταξίδι πρωτύτερα.

Πρέπει να στέκομαι στο σωστό σημείο· από εδώ φαίνεται να μπορώ να συνεχίσω το ταξίδι μου πολύ καλύτερα από πριν, με άλλον προορισμό, τόσο πολύ μακρύτερα! “Εις το επέκεινα”, έρχεται αυθόρμητα, ένας ίσως υπερβολικός συνειρμός...

Αρκούν λίγα λεπτά για να επιβεβαιωθώ. Η ατμόσφαιρα είναι επιβλητική, αλλά και κατανυκτική. Λίγες κανδήλες φέγγουν εδώ και εκεί, στις εικόνες. Το σκοτάδι ηρεμεί τη σκέψη, την απαλλάσσει από τα περιττά. Στους τοίχους, σχέδια και χρώματα ξεπροβάλουν ανάμεσα στις σκιές.

Άγιες μορφές, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, βεβαιώνουν για τον άλλον, τον νέο τρόπο να ζεις. Πάθη και πάθος· κλίση και απόκριση στο κάλεσμα. Θαυμαστά και παράδοξα από τη ζωή Εκείνου, πορεία προς τον Σταυρό, την Ανάσταση.

Όλα μαζί σμιγμένα ολόγυρα στους τοίχους, τόσο περίτεχνα, σαν ένα! Που δεν μένει εκεί μόνο του, στείρο. Μα γίνεται επίσης ένα με τα γλυκά μελίσματα που φτάνουν στα αυτιά μου. Γίνεται ένα με τους ήχους, που άλλοτε ικετευτικοί, άλλοτε δοξολογικοί, κάνουν την ψυχή μου να σκιρτά.

Της δίνουν ένα απαλό ταρακούνημα, να πάει πιο κάτω. Να αφήσει τη βολή της, να κινηθεί. Να θυμηθεί πως πλάστηκε για περισσότερα, έχει δρόμο μπροστά της, ταξίδι! Όλα αυτά, συνθέτουν ένα πολύ δυνατό βίωμα, που όμως γίνεται πολύ πληρέστερο, αποκτώντας άλλο βάθος, με την κυρίαρχη παρουσία του λόγου.

Από το ίδιο το Ευαγγέλιο, τον Απόστολο, όλα τα αναγνώσματα, κάθε τροπάριο και κάθε ψαλμό, κάθε “Κύριε ελέησον” και “Αμήν”.

Η διάθεση μετοχής στο μυστήριο του Λόγου, προκαλεί από μόνη της μια μικρή εσωτερική αλλοίωση. Δίψα για κατανόηση και μετοχή σε όσα ακούγονται και όσα εννοούνται. Δίψα για κεντράρισμα της ζωής μου στον Λόγο, στο ίδιο το Ευαγγέλιο, σε μια άλλη προσέγγιση στη ζωή.

Πόσο νόημα μπορώ να βρω σε αυτές τις στιγμές! Ο άνθρωπος, μέσα από τα χαρίσματά του, αναζητά τρόπους να υμνήσει τον Θεό. Δεν βρίσκω άλλο τρόπο να το εξηγήσω. Η τέχνη, που τόσο πολύ μπορεί να επιδράσει στην ανθρώπινη ψυχή και στο σώμα, υποταγμένη τρόπον τινά, στις ανάγκες της Λατρείας. Δηλαδή, στην ανάγκη του ανθρώπου να υμνήσει τον Θεό.

Να μετέχει, να είναι και αυτός κομμάτι του όλου, του συνόλου, της δημιουργίας του Κυρίου. Και έτσι, ο καθένας βάζει το δικό του τάλαντο, όπως και όσο μπορεί. Άλλος μουσικός, άλλος λόγιος, άλλος ζωγράφος, άλλος χτίστης, άλλος ζυμωτής, άλλος διαχειριστής, άλλος διάκονος. Όλοι μαζί, ίσως στο ξεχείλισμα του έρωτά τους, καταθέτουν την αγάπη τους.

Και μπορώ να μπαίνω εδώ μέσα και να γίνομαι και εγώ κοινωνός και μέτοχος αυτής της πνευματικής κληρονομιάς! Χριστέ μου, ελάχιστη προαίρεση βάζω και παίρνω τόσα πίσω, που μου είναι αδύνατο να τα διαχειριστώ, με υπερβαίνουν!...




Σε λίγο αρχίζει το δοξαστικό. “Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι...” ψέλνει ο καλόγερος, και ο μεσαιωνικός ήχος με υποβάλλει σε κάτι απόκοσμο. Μα ο λόγος ακόμη περισσότερο!

Συναισθάνομαι το ελάχιστο της ύπαρξής μου, προσπαθώ να συλλάβω τι λόγια τολμώ και ψελλίζω, η ματιά μου πέφτει στη Μαρία, μητέρα κλαίουσα κάτω από τον σταυρό. Μα και στην άλλη Μαρία, την Αιγυπτία. Και σε άλλον άγιο και σε άλλον, μάρτυρες όλους της ύπαρξης μιας άλλης βιωτής.

Σε κοιτούν σιωπηλά, με τη σιωπή της προσδοκίας. Πόσες φορές γύρισα την πλάτη, αντί να απλώσω το χέρι! Όλα με οδηγούν να σηκώσω το βλέμμα μου ψηλά. Αντικρίζω τον Κύριο, ως Παντοκράτορα, κυβερνήτη του πλοίου που ταξιδεύει...

Προσεύχομαι τώρα με όλη μου την ύπαρξη! Ανατριχιάζω στη σκέψη πως αυτό που σιγοψέλνω τώρα κι εγώ, το έψαλλαν και άλλοι χριστιανοί, μία, δύο, τρεις γενιές πίσω, χρόνια ολόκληρα, αιώνες!

Κάποιοι άνθρωποι, πριν από πολλούς αιώνες, προσεύχονταν ψέλνοντας τους ήχους αυτούς, έχοντας στο στόμα τους τα βαθύτατα αυτά λόγια, γυρνώντας το βλέμμα τους, στις ίδιες αυτές αγιογραφίες που με περιβάλλουν.. Τι θλίψεις, τι αγωνίες να τους κυνηγούσαν; Ποια χαρά στη ζωή τους, τους ωθούσε να προσεύχονται δοξολογώντας;

Συγκλονίζομαι ξανά· πάλι και πάλι αδυνατώ να συλλάβω, ότι θα κοινωνήσω Τον ίδιο Χριστό, από το κοινό Ποτήριο, το ίδιο που κοινώνησαν όλοι, από απόψε μέχρι πίσω.., μέχρι εκείνο το βράδυ στην Ιερουσαλήμ, από τα χέρια Εκείνου.

Μέσα στην ιδιαιτερότητα αυτών των βιωμάτων, νιώθω ατόφιο το γιάτρεμα μέσα μου, στη μοναξιά της γυμνής ύπαρξής μου. Συναπάντημα, έξω από τον χρόνο! Κοιτώ γύρω μου, και βλέπω τα πρόσωπα των αδελφών μου. ‘’Σύναξις επί το αυτό!.. ‘’

Άλλος στοχάζεται, άλλος προσεύχεται θερμά· άλλος ψέλνει, ενώ άλλος έχει αποκάμει από την κούραση και γέρνει στο στασίδι να πραΰνει τη νύστα του. Με αδελφούς μαζί, εδώ στο τώρα, στο χθες και στο αύριο, στα χρόνια και στους αιώνες που ήρθαν και θα έρθουν.

Δεν μπορώ να κρύψω το προφανές: έχω χάσει κάθε αίσθηση του χρόνου και του χώρου! Ταξιδεύω πια μεσοπέλαγα, στα ανοιχτά!

‘’Δόξα τω Θεώ, πάντων ένεκεν!’’


Οδίτης Βασίλειος










1 σχόλιο:

  1. Πολύ ωραία μας ... ξεβόλεψες, έκανες τη σκέψη μας να ξεκουνηθεί από τα συνηθισμένα της, να ταξιδέψει έστω για λίγο. Καλά ταξίδια για όλους μας !

    ΑπάντησηΔιαγραφή