Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

Το μόνο σκεπτόμενο ον!

Σηκώθηκε αέρας, λες και ανάσανε από ανυποψίαστα βάθη ο ουρανός κι η γη μαζί. Η ψηλή λεύκα αφηνόταν ολότελα σε αυτή την πνοή και τα πλούσια φυλλώματά της άρχισαν να παιχνιδίζουν και να γελούν, να τραγουδούν και να μιλούν. Μα τι τρέλα κι αυτή, λες και πάλευε να την ξεριζώσει κι αυτή, να μη σταματά να γελά με την ψυχή της! Ένας ολάκερος κόσμος από πουλιά, γρύλους, τζιτζίκια, μυρμήγκια, πεταλούδες κι ότι βάνει ο νους σου ήταν πάνω σε αυτό το δέντρο! 

 
Έμπαινε το φθινόπωρο και οι προετοιμασίες για τον ερχομό του, ένα μικρό πανηγύρι.
Και όλα αυτά μπροστά στα μάτια εκατοντάδων ανθρώπων σε ένα κεντρικό δρόμο των Αθηνών. Πολλοί περνούσαν από κάτω μα κανείς δεν πρόσεχε. Βιαστικοί έτρεχαν να προλάβουν ο καθένας κι από κάτι. Σοβαροί και αμίλητοι με μιαν υποψία φόβου στα μάτια τους. Άλλοι σε μικρά πηγαδάκια, που σιγά σιγά μεγάλωναν, κουβέντιαζαν έντονα.
 Τι κι αν τους σφύριζαν γλυκά κι απαλά δεκάδες μικροοργανισμοί, τι και αν τα φύλλα χόρευαν δελεαστικά, τι κι αν τα πουλιά τραγουδούσαν δυνατά, τίποτα δεν τους αποσπούσε από τα σοβαρά τους προβλήματα και το προσπερνούσαν σαν να μην υπήρχε εκεί αυτό το δέντρο, σαν να μη γινόταν το τρικούβερτο γλέντι λίγο πιο πάνω από τα κεφάλια τους!
Που και που στεναχωριόταν η λεύκα και οι μικροί της φίλοι που δεν μπορούσαν να μοιραστούν την χαρά τους και λυπόντουσαν για τα στενάχωρα πρόσωπα που είχαν οι άνθρωποι γιατί ήταν τα μόνα ζωντανά πλάσματα στη φύση που δεν χαιρόντουσαν, που δεν ζούσαν την τόσο συναρπαστική ημέρα τους, μοναδική στα σίγουρα! Και μετά σου λένε ότι είναι το μόνο σκεπτόμενο ον στη φύση!
Φυσικά το γεγονός αυτό δεν τους έκανε να σταματήσουν τις τρυφερές κινήσεις και το τραγούδι που έλεγαν τα φύλλα, τα πουλιά, οι γρύλοι και κάθε είδος που υπήρχε στον δικό τους, μικρό, κόσμο.
Ο βαθύς ουρανός με το απέραντό του μπλε να αγκαλιάζει την πλάση και τον ήλιο να ανοίγει ξέφωτα σε κατεβασιές  για τις κόρες του. Οι ηλιαχτίδες, χορεύοντας, διασχίζουν το ουράνιο στερέωμα με κάποιες από αυτές να γλιστρούν απαλά στα φυλλώματα.
Κόσμος πολύς είχε αρχίσει να μαζεύεται στη ρίζα του δέντρου και να συζητάει. Κάποιοι με πάθος έλεγαν κάτι, κάποιοι άλλοι σχεδόν φώναζαν και όλοι μαζί μιλούσαν φοβερά εκνευρισμένοι.
Μα τι συμβαίνει; Ρώτησε μια ηλιαχτίδα το δέντρο.
- Οι άνθρωποι νοιώθουν αδικημένοι και είναι στεναχωρημένοι, απάντησε η λεύκα.
- Τι; Γίνεται πόλεμος;
Όχι, πώς σου ήρθε αυτό;
-  Υπάρχει κάποια άσχημη επιδημία στην περιοχή;
-  Μα τι κάθεσαι και μου λες; Είσαι με τα καλά σου;
-  Μα τότε γιατί μιλάς για αδικία και στεναχώρια,  δεν καταλαβαίνω…
Μειώνουν τις συντάξεις, κόβουν τα εφάπαξ, κατεβάζουν τους μισθούς, μειώνουν τα επιδόματα, ανοίγουν κλειστά επαγγέλματα και ένα σωρό άλλα!
Και γιατί συμβαίνουν όλα αυτά, πως και κόβουν και μειώνουν και ανοίγουν;
Δεν υπάρχουν λένε χρήματα και επειδή έχουμε αρχίσει να δανειζόμαστε από την ΕΟΚ, αυτοί έρχονται κάθε τρεις και λίγο και κάνουν έλεγχο στα οικονομικά μας και στο πόσο σωστά διαχειριζόμαστε τα δανεικά που μας έδωσαν, για να δουν αν θα μας ξαναδώσουν, επειδή τους ζητάμε κι άλλα.
-  Δεν έχω καταλάβει καλά! Μου λες πως δεν έχουν χρήματα και για αυτό κάνουν μειώσεις, τότε γιατί βγαίνουν στους δρόμους;
- Μα… δεν ξέρω! Λένε πως έχουν αδικηθεί, γιατί αυτοί συνετά φέρθηκαν μέσα στα χρόνια, όμως κάποιοι έφαγαν τα χρήματα και για αυτό αυτοί δεν έχουν τώρα!
-  Και δεν έβλεπαν πως τόσα χρόνια κάποιοι έτρωγαν τα χρήματα, ποιοι ήταν αυτοί οι άλλοι και πώς τα έτρωγαν χωρίς να τους καταλαβαίνει κανείς; Κάπου άκουσα "πως ο έρωτας και το χρήμα δεν κρύβονται"!
-  Ώχου με έσκασες! Δεν ξέρω να σου πω, μα την αλήθεια μου! Άσε με κι έχω τόσα πράγματα να κάνω για το φθινόπωρο που έρχεται. Τα φύλλα μου θα φύγουν για να μου δώσουν την δύναμη να αντέξω τον χειμώνα μα και για να μου δώσουν την απαραίτητη τροφή να γεννήσω νέα! Δεν έχω χρόνο να ασχοληθώ με των ανθρώπων τα δικαιώματα!
-  Να με συμπαθάς, μα έχω γυρίσει πολλά μέρη στη γη και θαρρώ πως τα "δικαιώματα" έγινε η νέα ασθένεια που θερίζει τον κόσμο! Ξεκίνησε σαν επιδημία και έχει γίνει πλέον ενδημία! Όλοι μιλάνε για δικαιώματα, μα κανείς για υποχρεώσεις, λες και δεν αναγνωρίζουν ότι υπάρχει η έννοια της υποχρέωσης! Όμως ξέρεις κάτι; Πάω να παίξω και να χορέψω, γιατί, μα τω Θεώ, βαρέθηκα τις κουβέντες για πράγματα ανόητα!
Κι έτσι συνεχίστηκε η ζωή στο δέντρο σαν να μην είχε καμία σχέση με τα καμώματα των ανθρώπων κι ας εξαρτιόταν η ζωή τους κι από αυτούς. Έτσι και οι άνθρωποι, που, μετά από λίγο άρχισαν να φωνάζουν και να βρίζουν, να τρέχουν και να πετούν πέτρες κι ό,τι άλλο έβρισκαν ξηλώνοντας αυτά, που παλαιότερα, κάποιοι άλλοι συνάνθρωποί τους τοποθέτησαν στον δρόμο. Βρώμισε η περιοχή, θόλωσε η ατμόσφαιρα και πνίγηκε η γη, για άλλη μια φορά, στον ωκεανό των δικαιωμάτων τους…










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου