Πέμπτη 21 Απριλίου 2011

άνθρωποι και Ιδέες

                          6ο Μέρος και τελευταίο



Συχνά από τότε σκεφτόταν την ανέχεια που ζούσε η Μακέντα  και έπεφτε σε θλίψη.  Και τώρα, μετά τις αντιρρήσεις της Μαρίας για να μείνει εσωτερική, αναρωτιόταν πώς γίνεται να ζητάς τόσο πολλά όταν δεν έχεις ούτε τα απαραίτητα. Μα πού σταματάει η φαντασίωση και πόσο η πραγματικότητα μπορεί να την σηκώσει, αυτό το δίκαιο του εργάτη σε ποιο χαρτί καίγεται, ποιο είναι το όριο που πρέπει να καταλάβει κανείς πως πρέπει να είναι μετρημένος ή μήπως δεν υπάρχει; Εδώ η Μακέντα δεν έχει ψωμί να φάει και η Μαρία της ζητάει να διεκδικεί το παντεσπάνι.  Μήπως κι αυτός το ίδιο προσπαθεί να κερδίσει; Τρόμαξε με την σκέψη αυτή. Μήπως όλες αυτές οι ιδέες  θα μπορούσαν στο τέλος να τον αφήσουν στο δρόμο και μάλιστα λίγο πριν από την σύνταξη;
 Σκέφτηκε πάλι τον εαυτό του και κατάλαβε πως ο ίδιος είχε πέσει στο λάθος να δουλεύει μόνο με το φιλότιμο. Ήταν λάθος όμως αυτό; Ήταν από μια ξεχασμένη γενιά που δεν ρωτούσε τι θα πάρει, μα αν θα καταφέρει να αντεπεξέλθει στις ανάγκες της δουλειάς που αναλαμβάνει. Δεν ήταν εργασιομανής όπως σήμερα είναι πολλοί άνθρωποι από έλλειψη προσωπικής ζωής. Όχι, κάθε άλλο, δούλευε με μεράκι και αγάπη για αυτό που έκανε. Έτσι θα δούλευε αν δεν είχε αφεντικό, έτσι δουλεύει και τώρα που έχει αφεντικό. Πολλοί νόμιζαν πως ήταν δικό του το μαγαζί.
  Μια νέα συνειδητοποίηση άρχισε να ωριμάζει μέσα του. Μια κατανόηση βαθιά που ήταν λες και  του άνοιγε πραγματικά για πρώτη φορά τα μάτια.
  Ένοιωθε μικρός ενώ ήταν πραγματικός άρχοντας. Με την προσπάθεια να φροντίσει και να περιποιηθεί τον χώρο που του έδινε μεροκάματο, γινόταν πολύτιμος κι όσο απόμακρο και να ήταν το αφεντικό του, το έβλεπε καθημερινά πόσο πολύ τον εκτιμούσε και ρώταγε την γνώμη του για όλα.  Κι όμως ως τα τώρα δεν το υπολόγιζε. Θεωρούσε τον εαυτό του έναν παλιομοδίτη και χωρίς ιδιαίτερα ταλέντα που τίποτα σημαντικό δεν έκανε. Ήταν σκυμμένος στη δουλειά με μικρή εκτίμηση για ό,τι πρόσφερε.
  Κατάλαβε πως ήταν υπερβολικός στην προσπάθεια να βοηθήσει, ενώ με το ζόρι τα έβγαζε πέρα ο ίδιος. Σίγουρα δε θα έπρεπε να έχει πάρει την Μακέντα στο σπίτι για να του καθαρίζει. Έπρεπε να προστατέψει τον εαυτό του εκτιμώντας σωστά την οικονομική του κατάσταση.
  Το βράδυ εκείνο που το πήρε απόφαση πως πρέπει να σταματήσει την Μακέντα δεν κοιμήθηκε.  Την επόμενη μέρα θα του έδινε την απάντησή της για την δουλειά ως εσωτερικής οπότε θα μπορούσε ευκολότερα να της το πει.  Η Μακέντα όμως, όπως το φοβόταν, αρνήθηκε την πρόταση. Δειλά της είπε πως κι αυτός δεν άντεχε άλλο να την πληρώνει, τουλάχιστον προς το παρόν. Αυτό το είπε γιατί δεν άντεχε να την  διακόψει έτσι απότομα. 
 Άρχισε να κρατάει απόσταση, απέφευγε να πηγαίνει στο μαγαζί που δούλευε η Μαρία όταν η Μακέντα ερχόταν. Μέσα σε λίγο διάστημα είχε χάσει όλα τα σπίτια και δεν είχε ούτε να φάει. Κατά διαστήματα κάποιοι την έπαιρναν για δουλειά, μα πολύ αραιά, τόσο που δεν μπορούσε ούτε τα εκατόν πενήντα ευρώ για το μερτικό της στο ενοίκιο να έχει. 
Ο Δημήτρης έμεινε στην δουλειά του με τα δεδομένα που είχε παλαιότερα μα με μια βαθύτερη κατανόηση για την αξία του, που τον έκανε πιο χαρούμενο από πριν, και στα όνειρα του μόνο πέταγε χωρίς να έχει αυτές τις άσχημες πτώσεις.  Άρχισε να βλέπει για πρώτη φορά πόσο τον αγαπούσαν και πόσο τον σέβονταν οι φίλοι του μα και το επαγγελματικό του περιβάλλον. 
  Η Μαρία παρέμεινε, για αρκετό καιρό, συμβουλάτορας της Μακέντα, της άστεγης πλέον Μακέντα. Συναντιόντουσαν πια αραιά και πού για να της προσφέρει ένα πιάτο φαΐ ή κανένα ρούχο. Κι αυτό όμως σταμάτησε απότομα όταν η Μαρία λόγω περικοπών απολύθηκε. Όσο για την Μακέντα χάθηκε εντελώς και κανείς μας δεν έμαθε ποτέ αν έφυγε από τη χώρα ή αν έσβησε σε κάποιο δρόμο της Αθήνας. 









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου