Παρασκευή 1 Απριλίου 2011

άνθρωποι και Ιδέες


3ο Μέρος 

 Εκείνη τη στιγμή μπήκε πελάτης κι o Δημήτρης έφυγε. Έχει αρκετά να κάνει και  σήμερα, που μπορεί να μην είναι επείγοντα, μα δεν θέλει να τα αφήσει για την επόμενη μέρα. Θα αγχωθεί πολύ μα και θέλει να είναι πάντα πολύ πιο μπροστά από τις απαιτήσεις της δουλειάς. Κρυφοκαμαρώνει γι' αυτό συχνά.
  Τώρα νοιώθει πως έχει κι έναν άνθρωπο να φροντίσει και νοιώθει λιγότερη μοναξιά. Τι περίεργο που είναι κι αυτό! Νοιώθει όντως λιγότερο μόνος κι αναρωτιέται γιατί. Τί είναι αυτό που μίκρυνε το κενό του; Μήπως το ότι βρήκε άλλον έναν άνθρωπο που είναι τόσο δυστυχής σαν κι αυτόν; Ή μήπως πως θα αποπλήρωνε το καλό που του είχαν κάνει πριν από χρόνια; Αυτό τον γέμιζε αυτοπεποίθηση, γιατί κακά τα ψέματα πιο εύκολο είναι να δίνεις παρά να παίρνεις. Πονάει όταν παίρνεις ενώ όταν δίνεις αποκτάς και μια πιο ψηλή ματιά στον κόσμο. Κι αυτός έτσι ένοιωθε τώρα δα.
  Ύστερα από λίγο ήρθε η Μαρία 
  - Τώρα μόλις μίλησα μαζί της και μου είπε πως θα έρθει στο σπίτι σου αύριο το πρωί. Σήμερα που είμαστε ανοιχτά το απόγευμα θα περάσει για να τα πείτε κι από κοντά, εντάξει;
  -Εντάξει Μαρία ευχαριστώ. Και σκύβει το κεφάλι πως τάχα διαβάζει μια παραγγελία για να φύγει η Μαρία και να τον αφήσει ήσυχο να αποτελειώσει τις σκέψεις του.
  Η δουλειά όμως σήμερα έμεινε πίσω μιας κι η σκέψη της Μακέντα δεν τον άφηνε να συγκεντρωθεί,  γυρόφερνε και μπερδευόταν ανάμεσα στα εμπορεύματα και τις συνεννοήσεις με τους προμηθευτές.  Περίμενε με ανυπομονησία το απόγευμα που θα την έβλεπε ξανά.
   Είχε αρχίσει να νοιώθει σαν μέγας ευεργέτης κι όσο κι αν το αρνιόταν, θεωρούσε τον εαυτό του σημαντικό. Τόσο σημαντικό που θα έπρεπε να είναι ήδη ευγνώμον το κορίτσι με την προθυμία του να το βοηθήσει.   
  Μα τι ευεργέτης θα είμαι, αφού μεροκάματο θα της δώσω κι όχι δωρεά; Ντράπηκε γι' αυτές τις σκέψεις  και προσπάθησε να τις διώξει. Μα και δωρεά να της έδινα, ντροπή μου,  τι θα 'πρεπε δηλαδή; Σε λίγο  θα αρχίσω να ψάχνω να δω τι αγοράζει με τα χρήματα μου για να βεβαιωθώ για την φτώχεια της.
  Την περίμενε νωρίς μα αυτή ήρθε προς το τέλος της βάρδιας του. Τον εξέπληξε που δεν σκοτώθηκε να έρθει για να μιλήσουν, μα σκέφτηκε πως κάπου αλλού θα είχε μεροκάματο και ησύχασε. Ήρθε λοιπόν το κοριτσάκι, θα μπορούσε να είναι και παιδί του. Και της εξήγησε πώς θα έρθει στο σπίτι του την επόμενη το πρωί.
 Έκλεισε το μαγαζί και έφυγε ευτυχισμένος.  Έφτασε στο άδειο από έπιπλα σπίτι, με την λιτή διακόσμηση,  κρύο όπως ήταν μιας κι είχαν από νωρίς  σβήσει το καλοριφέρ, και ένοιωσε πολύ άσχημα για την ακαταστασία. Άρχισε να συμμαζεύει γρήγορα για να μη δει αύριο το χάλι του η κοπέλα.
  Ξάφνου σταμάτησε και σκέφτηκε ότι αυτό που κάνει δεν έχει νόημα. Στο κάτω-κάτω ήθελε να την φέρει γιατί το σπίτι του θέλει καθάρισμα και έτσι θα δοθεί και σε αυτήν η δυνατότητα για ένα μεροκάματο.  Δείλιασε σαν μικρό παιδί που το πιάσανε να κάνει αταξία. Τουλάχιστον τα χοντρά να μαζέψει…
 Το πρωί ξύπνησε νωρίς και κακοδιάθετος, η αναμονή το 'χει αυτό. Περιμένεις, περιμένεις και στο τέλος έχεις κουραστεί τόσο που θέλεις να προσπεράσεις αυτό που περίμενες. Προσπάθησε να ηρεμήσει και να ξεχαστεί κοιτώντας από το παράθυρο του υπνοδωματίου του τον ουρανό, να αφήσει να ταξιδέψει το μυαλό του στο απέραντο γαλάζιο που τον γέμιζε με μια αίσθηση απλοχωριάς και αιωνιότητας.
 Το κουδούνι τον βρήκε από ώρα έτοιμο. Μόλις μπήκε η Μακέντα της είπε τι να κάνει και της τόνισε πως στην κουζίνα του θα ήθελε να δώσει περισσότερη προσοχή. Έφυγε ήσυχος και χαρούμενος που επιτέλους θα μύριζε το σπίτι του καθαριότητα από γυναικείο χέρι που είχε να δει εδώ και πέντε χρόνια που πέθανε η γυναίκα του.
  Η σημερινή μέρα ήταν πολύ δύσκολη, δε του έφτανε η δουλειά που είχε να κάνει, πέρασε και σαν σίφουνας το αφεντικό του και του πρόσθεσε νέες δουλειές που τον απορρόφησαν ως αργά. 
  Έτσι όταν έφτασε στο σπίτι τρόμαξε που ήταν ξεκλείδωτο και τότε μόλις θυμήθηκε πως είχε αφήσει το πρωί την κοπέλα να καθαρίσει. Μύριζε απ’ έξω ο αέρας της καθαριότητας μα τώρα μόλις το πρόσεξε. Ήταν σαν να ξανάνιωσε, σαν να έκανε ο ίδιος μόλις μπάνιο. Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε σαν το πουλάκι.
Όταν την ξαναείδε την επόμενη μέρα στης Μαρίας την χαιρέτησε εγκάρδια. Η Μακέντα ήρθε κοντά του και τον ρώτησε:
  -Άρεσε όπως καθάρισα σπίτι; Εσείς ευχαριστημένος;
  -Ελπίζω να μην κουράστηκες πολύ, όλα ήταν πολύ καθαρά κι ωραία, χρόνια είχα να μπω στο σπίτι μου και να μοσχομυρίζει.
Αναρωτήθηκε ποιος έκανε τελικά την ευεργεσία. 
Κάθισαν με την Μαρία και την Μακέντα και πιάσανε κουβέντα για τις δυσκολίες που έχει να βρει δουλειά. Το μέλλον αυτού του κοριτσιού τον ανησυχούσε πολύ και μόλις έφυγε από την συντροφιά τους και γύρισε στο μαγαζί βάλθηκε να παίρνει τηλέφωνα για να την συστήσει σε όποιον ήξερε. Ήταν σαν να την είχε πάρει στην κηδεμονία του και του έβγαζε όλα τα τρυφερά αισθήματα που είχε ως πατέρας. Μακάρι έτσι και την κόρη του να φρόντιζαν, που ήταν παντρεμένη εκεί στην πατρίδα τους στον Έβρο .
  Την κόρη του που τόσο δυσκολεύτηκαν με την γυναίκα του να την μεγαλώσουν, ιδίως από τότε που έπεσε έξω η επιχείρηση που έστησαν στην Αθήνα όταν ήρθαν από τον Έβρο. Ήξερε τι θα πει να πεινάς, ήξερε τι θα πει να μην έχεις πού να ακουμπήσεις και να είσαι ξένος ανάμεσα σε ξένους. Είχε ζήσει στο πετσί του τι θα πει να κρατάς την αξιοπρέπειά σου μα και το στομάχι σου γεμάτο.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου