Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012

Είχαν τελειώσει οι δικαιολογίες...

Έκλεισε την πόρτα, τραβώντας την, πίσω της, με δύναμη. Το μπαμ ακούστηκε σε όλη την πολυκατοικία. Ήταν θυμωμένη με όλα: με το κράτος, τους πολιτικούς, τον εργοδότη της, τα σκαλιά στην πολυκατοικία που είναι ασκούπιστα, τα παιδιά της, μόνο που για αυτά δεν άντεχε πλέον να βρίσκει λάθη, μιας κι ένοιωθε να της επιστρέφονται, μουρμούραγε όμως για όλα τα άλλα. Άρχισε να διαπιστώνει πως συχνά πυκνά την γυρόφερνε μια κακή διάθεση για ότι συνέβαινε.
 Κατέβηκε τις σκάλες τρέχοντας, και πριν κλείσει την είσοδο της πολυκατοικίας θυμήθηκε πως είχε ξεχάσει να πάρει τα κλειδιά. Της ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι καθώς έπρεπε να γυρίσει να τα πάρει και αυτό την βοήθησε να συνεχίσει να σιγοβράζει γκρινιάζοντας παραπονούμενη. Αυτό το μηχανάκι στο κεφάλι της, που δούλευε ακατάπαυστα, έβρισκε πάντα κάτι κακό για να ελεεινολογεί τον εαυτό της.
 Αφού κατάφερε να βρει τα κλειδιά της, αναστατώνοντας όλο το σπίτι με τις φωνές, μα πως γίνεται, ενώ είναι μπροστά της να μη τα βλέπει, ξεκίνησε για την δουλειά.
 Ταραγμένη για όλα τα κακά του κόσμου, θυμωμένη με την αδυναμία της να τα διορθώσει, μα πόσα να μπορέσει κι αυτή μόνη της, παραπονούμενη για την τύχη της, που σε αυτήν μόνιμα άφηνε το στερητικό «α» μιας και την τύχη σίγουρα την άφηνε σε άλλους!
 Οι σκέψεις της λες και την πετροβολούσαν, κι αυτή το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν ν’ αμύνεται φοβισμένη πλέον από την ανεξέλεγκτη ορμή που έκρυβε η ψυχή της.
Θυμόταν πως ξεκίνησε γεμάτη ιδανικά κι αλτρουισμό και πως έφτασε να είναι μια κινούμενη πυρηνική δύναμη.
 Κι όμως ένοιωθε νεκρή, παρ’ όλη την "ζωντάνια" των συναισθημάτων της…
 Ώρες-ώρες ντρεπόταν για την συμπεριφορά της. Όμως αδυνατούσε να κάνει κάτι. Λες και μια δύναμη που δεν την όριζε, την έπιανε από τα μαλλιά και την πέταγε με ορμή μια δεξιά, μια αριστερά και τις φορές που νόμιζε πως την είχε σηκώσει ψηλά την έφερνε και πάλι στη γη με πάταγο.
 Τελευταία, όλο και πιο πολύ, ένοιωθε πως της είχαν τελειώσει οι δικαιολογίες, πως κάτι δεν πήγαινε καλά με αυτήν κι ότι δεν μπορεί να έφταιγαν όλο οι άλλοι. Μα πάλι ο εγωισμός της δεν την άφηνε να αποδεχτεί αυτή την ανακάλυψη. Την σκέπαζε όπως - όπως κάθε φορά που ξεπηδούσε σαν μια μικρή ανησυχία, σαν κάτι που την τράβαγε σε μια άλλη πραγματικότητα.
 Μα, τότε, σκεφτόταν θυμωμένη, ή φοβισμένη, τόσα χρόνια χαμένα, τόσες αποφάσεις;… και τρομαγμένη, στην σκέψη και μόνο, έκανε πως δεν υπήρχε αυτή η νέα προοπτική!
 Έρμαιο στο θεριό του άγχους, για το αύριο, για το επόμενο βήμα και κυνηγημένη από το χθες, έτρεχε συνέχεια. Να προλάβει τα ψώνια, το μαγείρεμα, να είναι γρήγορη στην δουλειά της, στην καθαριότητα, αχ! θα προλάβει να διεκπεραιώσει όλες τις υποχρεώσεις που είχε σε πρόγραμμα; Όλα σωστά και γρήγορα. 
 Μα οι εκρήξεις ήταν αδυσώπητες και αδυνατούσε να τις ελέγξει. Την ντρόπιαζε πολύ όταν συνέβαινε μα και όταν πλέον πέρναγε η ταραχή άρχιζε να χάνει την τόσο φουσκωμένη αυτοεκτίμηση της κι ένοιωθε γελοία. Τα τρανταχτά επιχειρήματα που εκσφενδόνιζε για το δίκιο της  γινόταν το σχοινί που την έπνιγε πλέον.
 Η νέα αυτή κατάσταση την πόναγε ανυπόφορα. Μα που πήγαν όλα μου τα δίκαια, γιατί δεν με καλύπτουν, γιατί δεν επαρκούν;  Κι όταν αναγνωρίζω το λάθος μου γιατί δεν σταματά η επιθετικότητά μου;
 Εγκλωβισμένη σε μια υπεραξία του εαυτού της που της έδινε η αυτοπειθαρχία, οι ιδέες, η ευθύτητά κι ένα σωρό άλλα χαρίσματα που όμως, με τον καιρό, έγιναν παραπετάσματα που της έκλειναν τον ορίζοντα, στένευαν το μυαλό και πέτρωναν την καρδιά της.
 Το δώρο της ορμής εγκλωβισμένο στα στενά όρια του εαυτού της ασφυκτιούσε.
 Ένοιωσε τότε για πρώτη φορά πως κάτι την καλούσε έξω από αυτήν, κάτι διακριτικό, τρυφερό κι απαλό σαν χάδι. Ήταν εκεί προφανώς από πάντα, γιατί αυτή η συνάντηση την κέρδισε ευθύς με μια αγαπητική οικειότητα και της σιγούρεψε το βήμα.
 Χαρά μεγάλη ξεπήδησε, ειλικρινή κι ακατανόητη, από τα βάθη της ψυχής της.
 Και τότε κατάλαβε! Πως είχε φυλακίσει την ορμή της σε ανθρώπινα μονοπάτια ενώ εκείνη ήθελε να ταξιδέψει σε μέρη θεϊκά, πως ενώ πείναγε και δίψαγε για το μάννα του ουρανού τρεφόταν με χαρούπια, πως ενώ ποθούσε να αγαπήσει και να αγαπηθεί έστεκε βαλτωμένη σε μια μίζερη καθημερινότητα.
 Άρχισε να πατά στο τώρα και να εξερευνά το μεγαλείο που κρύβει η στιγμή. Να βλέπει καθαρά και να χαίρεται με αυτό που έχει και είναι κι όχι με αυτό που θα καταφέρει να κάνει! Να χαίρεται γιατί επιτέλους δεν βρίσκει νόημα στο να διεκπεραιώνει τις δουλειές αλλά, ζώντας στην αγκαλιά Του, να αφήνεται με εμπιστοσύνη στο τώρα.
 Σαν μικρό παιδί ζούσε το τώρα, σαν να ήταν αιώνιο και αληθινό, η στιγμή μοναδική και η ευτυχία δώρο από έναν δωροδότη ακατανόητο μα τόσο κοντινό. Κι αντί αυτό να γίνει το μοναδικό αντικείμενο αναζήτησης και ανάγκης το έθαψε και έψαχνε για δώρα που νόμιζε πως θέλει.
 Και φεύγει η ζωή και χάνεται, φεύγουν οι στιγμές που το τώρα έχει από μόνο του την σοφία, την αγάπη, τη χαρά! Γιατί εκεί είναι ο Θεός και ο εαυτός μου σε μια σχέση που τίποτα δεν μπορεί να διαλύσει, παρά μόνο εγώ. Αν μπορέσω να εμβαθύνω στην γαλήνια λίμνη της ψυχής μου, εκεί που η τρικυμία δεν μπορεί να κινήσει τα νερά, εκεί που μπορώ να αφήσω το σώμα μου να χαλαρώσει στην αγκαλιά Του, εκεί είναι όλα όσα ψάχνω, όλα όσα μου δίνουν νόημα για να περιχωρώ τα ακατανόητα της ημέρας, τις δυσκολίες, τα προβλήματα... Όλα όσα δεν μπορώ να χωρέσω, εκεί αποκτούν άλλη όψη, μέσα από το βλέμμα της αιωνιότητας στην αγκαλιά με τον Έναν!



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου