Πέμπτη 12 Απριλίου 2012

Η ελπίδα

Άκουσε για την αύξηση των αυτοκτονιών και για την απελπισία που πιάνει τους Έλληνες και τον έπιασε θλίψη.
 Εκεί φτάσαμε λοιπόν; Να απελπίζονται οι άνθρωποι σε αυτό το σημείο που να θέλουν να θέσουν τέλος στη ζωή τους και όχι μόνο να το σκέφτονται σε μια αδύναμη στιγμή αλλά να το πράττουν κι όλας; Μπορώ να καταλάβω τους νεότερους… ως ένα βαθμό … μα μεγάλοι άνθρωποι που έχουν ζήσει κατοχή, εμφύλιο και πείνα πώς είναι δυνατόν να απελπίζονται εώς θανάτου; Μονολογούσε κοιτάζοντας από το παράθυρο του ενώ έπινε το απογευματινό του καφεδάκι.
Η προσοχή του έπεσε στην κουτσουπιά που ήταν ανθισμένη και γαλήνεψε η ψυχή του. Ο ουρανός πίσω ξεχείλιζε χρώματα καθώς ο ήλιος αποχαιρετούσε αυτή την πλευρά του ημισφαιρίου. Το τιτίβισμα του σπουργιτιού ακούστηκε χαρούμενο και πεταρίζοντας ακροπάτησε στο κλαδί, το φορτωμένο από μωβ άνθη. Η ειρήνη που ένοιωσε στην ψυχή του άπλωσε τα πανιά της σε όλο του το κορμί.
Είχε μάθει να ζει με λίγα και να χαίρεται με απλά πράγματα. Δεν άφηνε τον εαυτό του να τον κάνει βορά της το χρήμα και οι απαιτήσεις της καταναλωτικής κοινωνίας. Τον τρόμαζε, τον έσκιαζαν οι ανάγκες που γεννούσε, από το τίποτα, το σύστημα.  Θυμάται τον τρόπο που οι συμπολίτες του μιλούσαν για τα πρέπει, τα καθώς πρέπει, της πολιτισμένης κοινωνίας:
-Μα δεν θα πάτε διακοπές τα Χριστούγεννα; Εμείς θα πάμε στις Μπαχάμες!
Συμπλήρωναν με ιδιαίτερο ξιπασμό, λες και εκεί κρυβόταν το νόημα της ζωής!
-Πήραμε στο παιδί μας καινούργιο αυτοκίνητο και τώρα το βλέπουμε και το καμαρώνουμε!
Μα ποτέ δεν κατάλαβε πως γίνεται ένας γονιός να καμαρώνει για ένα απόκτημα που πήρε στο παιδί του;
-Τι να κάνεις; Το εξοχικό είναι απαραίτητο σήμερα! Μας ταλαιπώρησε χρόνια το χτίσιμο του μα άξιζε τον κόπο!
Και τώρα ποιος πάει εκεί; Σκεφτόταν με θλίψη… τώρα τους ακούς να λένε πως είναι πολύ κουρασμένοι για να πάνε, πολύ μόνοι για να χαρούν!
Οι συνάδελφοι του στο γραφείο έκαναν ότι μπορούσαν για να μη μείνουν πίσω σε αυτόν τον αγώνα τον μάταιο. Έκαναν ότι περνούσε από το χέρι τους για να κυνηγήσουν το όνειρο της πλούσιας ζωής και δεν κατανοούσαν όποιον δεν τους ακολουθούσε. Με ζήλεια και κρυφό θαυμασμό ένοιωθε πως τον κοιτούσαν.  Που και που πίστευε πως τον υποτιμούσαν. Ήταν οι φορές που όλα τους πήγαιναν καλά κι ένοιωθαν άρχοντες στον μικρόκοσμό τους...
Αυτός πάντα με σκυμμένο το κεφάλι δούλευε αγόγγυστα. Έκλεβε ματιές για να δει έξω από το παράθυρό του τα δέντρα, τον ουρανό, τα σύννεφα, τα πουλιά. Η ψυχή του δεν μπορούσε να μείνει στη γη. Πέταγε ψηλά και χαιρόταν με το παν που φαινόταν όμως λίγο στις καταναλωτικές ορέξεις των συναδέλφων του. Η πίστη του ήταν μεγάλη για πράγματα που δεν βλέπονται μα η καρδιά λαχταρά και μικρά σκιρτήματα της αγάπης την κρατούσαν σε εγρήγορση.
Η πίστη του δεν είχε να κάνει με υποσχέσεις ανθρώπων, με τεχνολογικά επιτεύγματα, με απόκτηση αγαθών. Επένδυε σε αγαθά που του δίνονταν πλουσιοπάροχα, σε αυτόν μα και σε όλους. Όμως ποιος μπορούσε να τα εκτιμήσει;
Χαιρόταν με τα αγαθά που μπορούσε να έχει απ' ότι κέρδιζε με τη δουλειά του μα δεν μπορούσε να του κλέψει την γαλήνη ό, τι δεν αποκτούσε. Τον είχε επισκεφτεί η χαρά και του είχε ανοίξει τα μάτια για να βλέπει τον πραγματικό πλούτο. Έβλεπε τους συναδέλφους του σαν μικρά παιδιά που δοκίμαζαν από το μεθυστικό ποτό της ευμάρειας και ευχόταν να μπορούσαν να γνωρίσουν την πραγματική ζωή.
Η ώρα είχε περάσει και αποφάσισε να κοιτάξει στην τηλεόραση μήπως έχει καμιά ταινία. Συνταξιούχος πια, είχε την άνεση του χρόνου να χαίρεται χωρίς βιάση την καθημερινότητά του. Έψαξε τα κανάλια και όπως έκανε ζάπινγκ κοντοστάθηκε σε κάποια χιουμοριστική σειρά που τον έκανε να κλάψει με την ελαφρομυαλιά που διέκρινε να έχουν οι παρουσιαστές της! Συγκρίνανε την σημερινή κρίση της χώρας  με την τουρκοκρατία! Οι Οθωμανοί, Κύριε Ελέησον! τους σύγκριναν με την Ευρώπη και πως εμείς θα έπρεπε να αντιδράσουμε όπως οι τότε Έλληνες στους κατακτητές! Θυμήθηκε τους κατακτητές που έζησε στα παιδικά του χρόνια και ανατρίχιασε για την ύβρη που κάνουν οι νεοέλληνες σήμερα όταν συγκρίνουν τον εχθρό του τότε με την ξεχειλωμένη δημοκρατία του σήμερα! Ο Θεός να δώσει να μην γνωρίσουν τα παιδιά μας τον πραγματικό κατακτητή, αλλά τον κατακτητή μέσα τους και μόνο, αυτό το υπερφίαλο εγώ που θαρρεί πως όλα τα ξέρει, σκέφτηκε και θόλωσε το βλέμμα του στην μνήμη καταστάσεων που μοιάζουν με κακό εφιάλτη σήμερα.
Μικρό παιδί πήγαινε στο χωράφι με τον πατέρα του και θυμάται ακόμη τα κομμένα κεφάλια διάσπαρτα παντού. Τον τρόμο του πατέρα του μην τύχει και τους πιάσουν γιατί απαγορευόταν να βγεις να καλλιεργήσεις και να ψάξεις για την τροφή σου. Άρχισε να μονολογεί:
Το χωριό μου, το Δοξάτο Δράμας, κάηκε τρεις φορές. Πείνα, ξυλοδαρμοί και σκοτωμοί ζούσαμε καθημερινά. Όσο για την τουρκοκρατία δεν ήταν καλύτερη, ο παππούς μου διηγιόταν δραματικά γεγονότα.
 Έχει ιστορίες να θυμηθεί από τον παππού του και τη γιαγιά του που γλίτωσαν από του χάρου τα δόντια στη Μικρά Ασία…! Ντροπή να λένε σήμερα πως μοιάζει η εποχή μας με εκείνες τις μέρες της ιστορίας! Η ανοησία των ανθρώπων είναι χωρίς όρια!
Έκλεισε την τηλεόραση και αποφασισμένος γύρισε στην πλούσια βιβλιοθήκη του. Δεν άντεχε να καπηλεύονται έτσι την μνήμη των προγόνων του. Ήθελε να θυμηθεί, να ξεδιπλώσει το παρελθόν και να σταθεί με θάρρος απέναντι στους πραγματικούς εχθρούς αυτής της χώρας, στους κλέφτες της αληθινής ιστορικής μνήμης! 
  







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου